26.9.12

Μοναχικές Ψυχές ~ Edward Hill

O Edward Hill γεννήθηκε το 1980 και σπούδασε στο Middlesex University της Μεγάλης Βρετανίας. Ολoκλήρωσε τις σπουδές του πάνω στο 3D Animation and Multimedia Productions, με υποτροφία Εξαίρετης Ακαδημαϊκής Επίδοσης. Εκεί τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία των χαρακτήρων και του βασικού κορμού της ιστορίας του.
Ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του, Master of Arts in Design, στο ίδιο πανεπιστήμιο στον τομέα 3D Animation and Multimedia Productions.
Έχει λάβει μέρος σε φεστιβάλ που σχετίζονται με την επεξεργασία εικόνας και έχει συνεργαστεί με εταιρεία παραγωγής ταινιών και ιστορικών βίντεο για την Ιαπωνία και την Ρωσία.
Τέλος, ασχολείται με την συγγραφή του δεύτερου βιβλίου του, τόσο από άποψη συγγραφής, όσο και από άποψη graphic design για την όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική οπτικοποίηση των χαρακτήρων του.
Το βιβλίο Μοναχικές Ψυχές ~ Οι Επιθυμίες κυκλοφορεί και μπορείτε να το βρείτε σε όλα τα καταστήματα Μαλλιάρης της Θεσσαλονίκης.
Ακολουθεί η περίληψη κι έπειτα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που επέλεξε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Απολαύστε τον Αρένιοθ στις περιπέτειές του...



«Τόσες πολλές ερωτήσεις, από τόσες πολλές σκέψεις.
Τόσες πολλές σκέψεις, από τόσους πολλούς φόβους.
 Αναρωτιέμαι…
μπορεί κανείς να νικήσει τους φόβους του ή οι φόβοι του θα τον καταπιούν;
Μπορεί κανείς να σώσει την ψυχή του;
Αν ναι… πώς;
Αυτά τα όνειρα, είναι τόσο περίεργα.
Μοιάζουν με αναμνήσεις…
αναμνήσεις ή μήπως με ευχές που απλά τείνουν να χαθούν και να ξεχαστούν;
Όλα εξαρτώνται από τον κάτοχο τους… όμως, πώς μπορείς να το κάνεις;
Πώς μπορείς να επιλέξεις ποιες είναι οι σημαντικότερες αναμνήσεις;
Πώς μπορείς να ξεχωρίσεις ποιες θα κουβαλάς μαζί για όλη σου την ζωή
και ποιες θα αφήσεις πίσω;»



Μοναχικές Ψυχές ~ Οι Επιθυμίες
Edward Hill

Το τέλος της σχολικής χρονιάς πλησιάζει και ο Αρένιοθ Εντάλις κάνει σχέδια για το πώς θα περάσει το καλοκαίρι παρέα με τους φίλους του. Ο Αρένιοθ είναι γιος του Ράβιεν του μαραγκού και της Αλίρια. Μένουν λίγο έξω από το χωριό Ίριμ, στην άκρη ενός γκρεμού. Ο Αρένιοθ εκ πρώτης όψεως είναι ένα συνηθισμένο αγόρι, όμως με λίγη παραπάνω προσοχή, θα καταλάβει κάποιος ότι πρόκειται για μια ψυχή που ταξιδεύει διαρκώς σε τόπους μαγικούς και ονειρεμένους μέσα από τις φανταστικές ιστορίες που διαβάζει διαρκώς. Όμως δεν έχει καταλάβει ότι σύντομα θα βρεθεί ο ίδιος σε μια περιπέτεια εντελώς διαφορετική από όλες τις άλλες.
Ο καλός του φίλος Λίνον πάντοτε βρίσκεται δίπλα του για να τον υποστηρίξει από τα αδιάκοπα ενοχλήματα του Ζέριχ και του Λούριους και τις κοροϊδίες τους. Ο φίλος του ο Νατάνοχ είναι επίσης εκεί για να του παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία πάνω στους υπολογιστές και την τεχνολογία, όσο για την αγαπημένη του Μερβάνια, το λαμπερό μενταγιόν σε σχήμα φύλου και καρδιάς που της είχε χαρίσει, διακοσμεί πάντοτε τον λαιμό της, χαρίζοντας του απίστευτη χαρά.
Τον τελευταίο καιρό, ο Αρένιοθ βασανίζεται από διάφορες σκέψεις. Σκέψεις που κάθε τόσο, τον αναγκάζουν να κάνει ένα γρήγορο ταξίδι στο παρελθόν, αναλύοντας μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα του παρελθόντος του. Ένα τυχαίο περιστατικό θα συμβεί και ο Αρένιοθ θα συναντηθεί με έναν «μάγο» που ξεχάστηκε στο ποτάμι του χρόνου μέσα σε μια τρύπα στο έδαφος. Όμως ο Αρένιοθ δεν ξέρει ότι αυτή η συνάντηση θα επηρεάσει και την υπόλοιπη ζωή του, διότι αυτός ήταν που έσπασε την Σφραγίδα του Ουρανού και ξύπνησε τον Φύλακα του Σπαθιού της Ψυχής.
Προτού το καταλάβει, θα δεχτεί επισκέψεις. Επισκέψεις που μόνο χαρμόσυνα νέα δεν του έφεραν. Τα δώρα επίσκεψης ήταν λιποθυμία, φόβος, μούδιασμα, νέκρωμα και θάνατος. Πρόκειται για δύο επισκέπτες που χρόνια τώρα καρτερούν αυτήν την στιγμή και φυσικά δεν έχασαν χρόνο να εκφράσουν τις επιθυμίες τους. Οι Επιθυμίες θέλουν το Σπαθί της Ψυχής από το αγόρι, όμως ο Αρένιοθ δεν το έχει… Ακόμα.
Ο Αρένιοθ βρίσκει λίγο χρόνο να ξεχαστεί με την εκδρομή στο Παγκόσμιο Μουσείο της Εξέλιξης. Εκεί θα μάθει πολλά για τον αρχαίο κόσμο καθώς και για τις νέες τεχνολογίες και εκεί θα εκμυστηρευτεί όλα όσα έζησε, στον καλό του φίλο, Λίνον. Ο δρόμος για την επιστροφή ήταν γρήγορος και ο Αρένιοθ δεν άργησε να ξανασυναντήσει τις Επιθυμίες.
Μέσα στον φόβο του το αγόρι παρακάλεσε να φύγουν όλοι μαζί και να πάνε μακριά. Όμως ο πατέρας του αρνήθηκε να φύγει με την μητέρα του. Κλάμα, κραυγές και νεύρα θα ακολουθήσουν και ο Αρένιοθ θα ανακαλύψει, ότι η μητέρα του, που τόσο πολύ αγαπάει, είναι νεκρή και ότι το άτομο που βλέπει τον τελευταίο καιρό δεν είναι πάρα ένα δημιούργημα της φαντασίας του, ένα μετατραυματικό δημιούργημα που δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο της, για να καλύψει το κενό στην ψυχή του.
Η τελευταία επίσκεψη των Επιθυμιών θα συνοδευτεί με την επιλογή του αγοριού να πάρει το Σπαθί της Ψυχής, καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να το λάβει, αφού εκείνος έσπασε την Σφραγίδα του Ουρανού. Σύντομα θα αναγκαστεί να φύγει μακριά, παρέα με τον Νιβάρο, τον «μάγο» που ξύπνησε και τον Χέρουα, ένα αρχαίο φτερωτό πλάσμα.
Στο μικρό του ταξίδι, θα ανακαλύψει πώς να χρησιμοποιεί το σπαθί, πώς να το καλεί, τι είναι τα καλέσματα και πώς να ανανεώνει την ψυχική του δύναμη. Η τελική μάχη δεν θα αργήσει να έρθει, καθώς οι Επιθυμίες τον ακολουθούν παντού, ελκυόμενες από την ύπαρξη του σπαθιού. Κάθε είδους μαγικό κάλεσμα θα χρησιμοποιηθεί εναντίον τους, καθώς και όλη τους η θέληση για να γλιτώσουν και να κερδίσουν την μάχη.
Μέσα από αίμα, ιδρώτα, πόνο και λύπη, ο Αρένιοθ θα ανακαλύψει την δύναμη της ψυχής του, πέραν των σωματικών του δυνατοτήτων και την σημασία των επιλογών του. Μόνος και με την βοήθεια των φίλων του, θα καταφέρει να συνθλίψει τα ξεχασμένα φαντάσματα και να επιστρέψει τελικά στο σπίτι του. Τελικά, παρ' όλη την ταλαιπωρία, παρά τα όσα πέρασε, το αγόρι έλαβε την απάντηση στο ερώτημα του.
Μια απάντηση που ήρθε κατευθείαν μέσα από την ψυχή του.

«Οι καλύτερες αναμνήσεις είναι αυτές που μένουν βαθιά μέσα μας
και κάθε τόσο επανέρχονται για να μας θυμίσουν ποιοι είμαστε και τι κάνουμε.
Αυτές οι αναμνήσεις ξεχωρίζουν από τις άλλες και σαν λαμπρό φορτίο,
μένουν μέσα μας για να συνεχίσουμε με δύναμη και κουράγιο.
Το πόσο έντονα θα τις θυμόμαστε εξαρτάται από εμάς.
Όσο για αυτές που ξεθωριάζουν,
χάνονται στην άβυσσο της ψυχής μας, καρτερώντας την επάνοδο τους»




Ο χρόνος, η αίσθηση της αφής
καθώς και η αντίληψη του τόπου,
χάθηκαν, έτσι απλά,
για να τυφλωθεί το μυαλό του από μια ανάμνηση


Η Σφραγίδα του Ουρανού

απόσπασμα

Το μυαλό του αγοριού είχε θολώσει και για μια στιγμή ένιωσε σαν να μην ήξερε που βρίσκεται. Κοίταξε το μέρος καθώς έτρεχε, όμως τίποτα. Ένιωθε ξένος, ώσπου μια λάμψη τον τύλιξε και το μόνο που άκουγε ήταν ο ήχος της αναπνοής του, καθώς έτρεχε.
- Λίγο ακόμα Αρένιοθ! Εμπρός! φώναξε ο πατέρας του.
Ο Αρένιοθ έτρεχε σαν τρελός. Τα μαλλιά του χοροπηδούσαν σε κάθε του βήμα, ενώ εκείνος πλησίαζε τρέχοντας με ένα τεράστιο χαμόγελο στο δεκάχρονο πρόσωπό του.
- Εμπρός Αρένιοθ! Λίγο ακόμα! Τελειώνεις, φώναξε ο πατέρας του καθώς το λέρνα χοροπηδούσε δίπλα του. Γίνε άνεμος! Άνεμος!
«Άνεμος», σκέφτηκε το μικρό αγόρι, καθώς πλησίαζε και πιέζοντας τον εαυτό του, άνοιξε το βήμα του και επιτάχυνε.
Ένα μεγάλο κύμα σκόνης σηκωνόταν από πίσω του καθώς πλησίαζε στον τερματισμό. Ο Ράβιεν ζητωκραύγαζε και του έδινε κουράγιο, καθώς απείχε λίγα μέτρα από το τέλος. Τελικά, πέρασε το βράχο που είχε οριστεί ως τέρμα και σωριάστηκε κάτω ανασαίνοντας βαθιά.
- Μπράβο Αρένιοθ! Μπράβο γιε μου, ούρλιαξε από χαρά ο Ράβιεν. Έκανες τρία δευτερόλεπτα λιγότερο από την προηγούμενη φορά!
- Τι; Μόνο τόσο; απόρησε καθώς το στήθος του ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα.
- Τρία δευτερόλεπτα, Αρένιοθ! Δεν είναι λίγο, εξήγησε καθώς πλησίαζε χαμογελώντας. Άλλοι θα σκότωναν για τρία δευτερόλεπτα στους τελικούς!
Το πρόσωπο του πατέρα έλαμπε από χαρά, καθώς καμάρωνε για το γιο του. Ήθελε να αρπάξει το γιο του και να τον αγκαλιάσει σφιχτά, όμως το πρόβλημα του τον απέκοβε από όλες αυτές τις σκέψεις. Έχοντας στερηθεί τη δυνατότητα να εκφραστεί τρυφερά, κοίταξε το γιο του και χάιδεψε το κεφάλι του. Ήταν από τις λίγες στιγμές που το αγόρι έβλεπε τον πατέρα του τόσο χαρούμενο. Ο Χόκιλ στριφογύριζε κυνηγώντας την ουρά του, μια κίνηση που έκανε όταν χαιρόταν, ενώ το αγόρι γελούσε δυνατά.
- Τι λες… θα βγω πρώτος; ρώτησε και πετάχτηκε όρθιο.
- Φυσικά θα βγεις πρώτος, Αρένιοθ. Μπορείς να πετύχεις ό,τι θέλεις! Αρκεί να το θελήσεις, είπε σφίγγοντας το χέρι του σε γροθιά. Οι αγώνες του χωριού πλησιάζουν… να θυμάσαι αγόρι μου, γίνε άνεμος!

Το ποτάμι που κυλάει γοργά,
τα σύννεφα που υπακούουν στις προσταγές του αέρα...
και το γρασίδι που χορεύει σε κυματισμούς...


Ο Αρένιοθ περπατούσε κατά μήκος του ποταμιού, όπου συνήθως περνούσαν ξέγνοιαστα τις ώρες τους. Το φεγγάρι λαμπύριζε πάνω στα νερά που κυλούσαν με γοργό ρυθμό. Άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την πέταξε με δύναμη στο νερό. Η πέτρα έσκασε με έναν παφλασμό και στο μυαλό του ήρθε ο Λίνον.
«Άραγε ο Λίνον ξέχασε τον όρκο που είχαμε δώσει;», σκέφτηκε το αγόρι. «Άραγε θυμάται ότι υποσχεθήκαμε να είμαστε αδέρφια;»
Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το φεγγάρι. Γύρω του φεγγοβολούσαν ένα σωρό αστέρια διαφορετικής λαμπρότητας, όμως ένα ήταν το πιο ισχυρό από όλα.
«Η Ίρεν», σκέφτηκε. «Το λαμπρότερο αστέρι από όλα, το αγαπημένο της Μερβάνια… έτσι θα γίνει, στο τέλος θα μείνω εγώ, η Μερβάνια και ο Νατάνοχ», αναστέναξε. «Τρεις, όπως ήμασταν στην αρχή».
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και ώθησε τον εαυτό του να συνεχίσει την πορεία στις αναμνήσεις του. Προχώρησε ευθεία καθώς ο δρόμος ανηφόριζε. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και καθώς το τρεμάμενο στήθος του ανεβοκατέβαινε, πέταξε πάλι μακριά.
- Τρέχα Εντάλις, τρέχα! πρόσταξε ένα αγόρι με βαριά φωνή.
- Αφήστε με ήσυχο! φώναξε με δύναμη ο Αρένιοθ, καθώς έτρεχε σε ένα δρόμο, με δέντρα εκατέρωθεν.
- Θα κάνεις ό,τι σου πούμε εμείς, διέταξε ένα αγόρι με ξανθιά μαλλιά.
Ο Αρένιοθ Εντάλις σταμάτησε απότομα και έσφιξε τις γροθιές του που έτρεμαν από έξαψη. Ήταν δέκα χρονών και βρισκόταν στον ίδιο δρόμο όπου εμφανίστηκαν τα δύο αγόρια εχθές το πρωί, ενώ πήγαινε στο σχολείο.
- Τι θέλετε από εμένα; ρώτησε το αγόρι φτιάχνοντας τα μαλλιά του.
- Τίποτα, απλώς περνάμε την ώρα μας, απάντησε ο Λούριους πλησιάζοντας.
Ο Αρένιοθ στάθηκε εκεί που βρισκόταν, με πόδια βιδωμένα στο έδαφος. Δεν ήθελε να δείξει ότι τους φοβόταν, παρόλο που το είχαν καταλάβει.
- Έχεις ωραία μαλλιά, είπε το μεγαλόσωμο αγόρι, έπειτα άπλωσε το χέρι του και ανακάτεψε απότομα τα περιποιημένα μαλλιά του.
Προς μεγάλη έκπληξη και των τριών, κάτι έπεσε από το αριστερό αυτί του Αρένιοθ. Το αγόρι έσκυψε αμέσως να το μαζέψει, όμως ο Λούριους τον εκτόπισε με τον όγκο του και άρπαξε με τα τεράστια σαν λουκάνικα δάχτυλα του, το ακουστικό.
- Ζέριχ, δες, προέτρεψε ο Χέμπρον με τη χαζή φωνή του.
- Φοράει ακουστικό! είπε έκπληκτος ο Χιρέμας, καθώς ο Αρένιοθ σηκωνόταν αναψοκοκκινισμένος.
- Δώσε μου το ακουστικό, πρόσταξε ο Εντάλις.
- Αλήθεια, το θέλεις πολύ; ρώτησε ο Ζέριχ αρπάζοντάς το από τα χέρια του φίλου του.
- Σου είπα δώσε μου το! διέταξε ο Αρένιοθ φωνάζοντας.
- Όχι, λέω να το κρατήσω για εμένα..., πήγε να πει ο Χιρέμας, όμως μια μπουνιά στο πρόσωπο τον πέταξε κάτω.
Ο Αρένιοθ όρμησε επάνω του και άρπαξε το ακουστικό, όμως ο Λούριους ετοιμαζόταν να τον χτυπήσει. Ο Εντάλις έκλεισε τα μάτια του και περίμενε για τον πόνο, όμως το μόνο που άκουσε ήταν ο ήχος από κάποιον που προσγειωνόταν στο έδαφος. Κάποιος είχε πέσει. Το αγόρι άνοιξε τα τρεμάμενα μάτια του και αντίκρισε ένα ψηλό αγόρι να έχει γραπωμένο το χέρι του Χέμπρον.
- Δρόμο από εδώ, μην τον ξαναενοχλήσετε, διέταξε με τη φωνή ενός δωδεκάχρονου.
- Ποιος είσαι εσύ; ρώτησε με μίσος ο Ζέριχ Χιρέμας, ενώ σκούπιζε το ματωμένο χείλος του.
- Είναι ο Ντάβιαρ, αναφώνησε ο Λούριους. Είναι συμμαθητής του αδερφού μου, εξήγησε ψιθυριστά. Θα μας τσακίσει, του είπε μέσα από τα δόντια του.
- Εμείς δεν τελειώσαμε Εντάλις, τραύλισε ο Ζέριχ και έφυγαν τρέχοντας.
Ο Αρένιοθ φανερά ενοχλημένος, έκρυψε το ακουστικό στη δεκάχρονη χούφτα του. Κοίταξε το έδαφος και ένιωθε ντροπή για όσα έγιναν.
- Γεια, είμαι ο Λίνον, συστήθηκε το αγόρι, έπειτα τέντωσε το χέρι του.
- Ε, εγώ είμαι ο Αρένιοθ, αποκρίθηκε σφίγγοντας το χέρι του ψηλότερου αγοριού με όση δύναμη είχε.
- Καλή χειραψία, είπε ο Λίνον κάνοντας τον Εντάλις να χαμογελάσει από αμηχανία. Τους ξέρω αυτούς, οι δυο τους είναι το ίδιο χαζοί όσο και ο Μέρκαλ Χέμπρον, ο αδερφός του Λούριους.
Το αγόρι έσφιξε τα χείλια του κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά.
- Τρέχεις πολύ γρήγορα, είπε ο Λίνον. Είμαι σίγουρος ότι μπορούσες να τους ξεφύγεις.
- Ναι, μπορούσα, αλλά έτσι το σκάω από το πρόβλημα, αποκρίθηκε με ντροπή, όμως ξαφνικά, κάτι θυμήθηκε. Μια στιγμή, εσύ είσαι που με βοήθησες τις προάλλες, στον αγώνα του χωριού, όταν έπεσα, εσύ με βοήθησες να σηκωθώ!
- Εγώ ήμουν, ναι, συμφώνησε το αγόρι φτιάχνοντας το σακίδιο του.
- Εξαιτίας μου δεν κέρδισες… τελικά κέρδισε εκείνο το αγόρι… ο Ιτόρο, είπε καθώς θυμόταν τα γεγονότα.
- Σε βοήθησα γιατί ήθελα να σε βοηθήσω…
- Σε έψαχνα να σε ευχαριστήσω, αλλά δε σε βρήκα πουθενά…
- Έφυγα μόλις τελείωσε ο αγώνας, εξήγησε το αγόρι, έπειτα έπεσε σιωπή. Θα ήταν καλό να φορέσεις το ακουστικό σου... μην ντρέπεσαι, παρότρυνε κοιτάζοντας με τα καταγάλανα μάτια του.
- Τα είδες όλα;
- Μου αρέσει να κάθομαι πάνω σε αυτά τα δέντρα, μένω εκεί απέναντι, είπε δείχνοντας ένα εγκαταλειμμένο σπίτι.
- Α, είσαι γιος του…
- Ακριβώς, ο άντρας που βγαίνει και τραγουδάει με ένα μπουκάλι στο χέρι… και καμιά φορά βρίζει, είναι ο πατέρας μου, εξήγησε χαμογελώντας.
- Δε σε έχω ξαναδεί εδώ…
- Ας πούμε ότι… δεν έχω πολλούς φίλους, απάντησε ο Λίνον κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ήρθαμε στο χωριό και τις περισσότερες ώρες μένω στο σπίτι, εξήγησε ξύνοντας το κεφάλι του.
Ο Αρένιοθ φόρεσε το ακουστικό του κοκκινίζοντας από ντροπή, έπειτα του ήρθε μια πάρα πολύ καλή ιδέα.
- Τι θα έλεγες να σου γνωρίσω τον Νατάνοχ και τη Μερβάνια; Είναι καλοί μου φίλοι!
- Γιατί όχι, απάντησε το αγόρι με χαρά.





πατώντας πάνω στον σύνδεσμο μεταφέρεστε στην σελίδα του βιβλίου στο Facebook






SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author