10.4.14

Έρως Νειλοπλόος



         Έλα 

     και με μια φελούκα φτιαγμένη από τα χέρια της Κεμέτ θα σε βαπτίσω στα νερά του ζωοδότη Νείλου που Δύο Γαίες πλημμυρίζει ρίχνοντας σπόρο επίμονο.

      Γλυκιάς μέθης κρασί θα πιεις από τα αμπέλια της εύφορης Σεμπά και θα διαβείς αιώνες ιστορίας πασπαλίζοντας το Είναι σου με σκόνη αρχαία, εκλεκτή.

        Θα είμαι μαζί σου. 
     Κι όσο για θρύλους, για μύθους και για μυστικά θα τραγουδώ, κι όσο θα ψιθυρίζω παραδόσεις που εμπνεύστηκαν από λάσπη και ιδρώτα και έρωτα, το παρελθόν σου θα χαρτογραφώ και θα μυώ τον Βασιλέα μου στο μέλλον του.


      Έλα λοιπόν…
  
     Στις ατραπούς της Αλεξάνδρειας θα ευφρανθείς με στύρακα, άμβρα και κιννάμωμον, ενώ σε πάπυρο, σε πέτρα και περγαμηνή θα αποτυπώσω το ολόδροσο φιλί σου. Στο δυτικό λιμάνι της θα ρίξεις δίχτυα σθεναρά για να με βρεις και να αιχμαλωτίσεις το κορμί μου, ύλη ακατέργαστη που επιθυμεί να αγκαλιαστεί με πόθο, σώμα που αν λεηλατηθεί θα αναδυθεί από μέσα του το άρωμα ενός χαδιάρικου λωτού. Στον Φάρο θα φωτίσεις τα σκοτάδια σου και θα καλωσορίσεις την λάβρα αυτή ραστώνη που χαϊδεύει πάντα τρυφερά όλες τις αλεξανδρινές σου νύχτες.

      Στις δίδυμες, αγαπημένες αδελφές, Δαμιέτα και Ροζέτα τις καλούν, εκείνη η τελευταία έκρυβε στα σπλάχνα της την λύση του ιερογλυφικού αινίγματος, λευκό τριγωνικό πανί θα ανοίξω για το χατίρι σου και άνεμος μεθυστικός θα στείλει την φελούκα μου στην γόνιμη αγκαλιά του τροφοδότη Νείλου. Μυσταγωγίας ύδατα θα μας φέρουν ως την Γκίζα με τις ανεπηρέαστες από το φόβητρο του πλεονέκτη χρόνου πυραμίδες.


               Εκεί, θα σε συστήσω απ' την αρχή στον Ώρο του Ορίζοντος, την ανδρόγυνη φιγούρα που τώρα οι θνητοί λένε πως είναι η Σφίγγα. Στα πόδια της κρύβει ένα ναό και ίσως την νύχτα εκεί περάσουμε τις ώρες που απομένουν ώσπου να ’ρθεί το χάραμα. Θαμμένα, καλά κρυμμένα μυστικά μαζί με μας θα ξαγρυπνήσουν και θα αποκαλυφθούν, εκεί, στο άδυτο των μυστικών σου, αρκεί να με δεχτείς στην αγκαλιά σου.


      Έλα και θα αγγίξεις το αλάβαστρο στην Μέμφιδα και απ’ την αγνή στιλπνότητα τα χέρια σου θα γλυκαθούν, το ίδιο και το χαμόγελό σου. Μία αγαλμάτινη Τριάδα, δική σου, του καλλιπρόσωπου δημιουργού Φθα και της πολεμικής Σεχμέτ με το κεφάλι λιονταριού θα σε προϋπαντήσει λίγο προτού αντικρίσεις τον βασιλικό εαυτό σου σκαλισμένο σε κολοσσιαία πέτρα, μα αυτό επιθυμώ. Να θυμηθείς ποιος είσαι. Κι όταν το θέλημά μου σαρκωθεί, οι αναμνήσεις μιας περασμένης ζωής θα βάψουν ερυθρό το πρόσωπό σου σαν τον πορφυρό βράχο που αναδύεται από το βασίλειο του Σεθ, την κόκκινη έρημο του Νταχσούρ, αυτήν που κάποτε λεγόταν και Ντεσρέτ.

      Έλα μαζί μου κι όχθη ανατολική θα δεις να απλώνεται μπροστά σου. Την χώρα της θα σε αφήσω να πατήσεις. Πάνω σε χώματα άδηλα, πανάρχαια, αλλόκοτα, μα πάντα σκονισμένα από το χάδι του φτερού της αιωνιότητας, θα αντικρίσεις το σώμα της Μπαστέτ, της γάτας που αναπαύεται στον τόπο της Βουβάστεως, ενώ τα δώρα που θα σου δοθούν το βράδυ που θα ανταμώσεις τον πόθο και τον έρωτά μου, δύο βραχιόλια από χρυσό κι ένα από λάπις λαζούλι, να τα κρατάς και να τιμάς τον αίλουρο της ερήμου.

      Έλα και από μακριά θα δεις την όαση εκείνη που αποκαλούν Φαγιούμ, ξέρεις, εκείνη που στα καφετιά της χώματα έκρυβε θλιμμένες Ρωμαϊκές όψεις και κάποτε ο Ηρόδοτος στην έρημό της διέκρινε λαβύρινθο σαγήνης όπου χιλιάδες κροκόδειλοι έγιναν φύλακές του, μα χάθηκε τώρα πια ο λαβύρινθος στην άμμο και μείναμε μονάχα εμείς. Την νύχτα, με την ανατολή των δεκανών του Σώθεως, εκτός από τον εαυτό μου θα σου προσφέρω φυλακτό από ίασπη με χαραγμένη επίκληση για να μην λησμονήσεις ποτέ τις στιγμές που σε έκανα δικό μου. Ώρες μετά, εωθινό φιλί θα σε ξυπνήσει και μπρος στα ακούραστα χέρια σου, θα απλωθούν καρποί από τα δένδρα της ζωής που συνεχίζουν να γεννιούνται στην καταπράσινη όαση. Την πείνα σου θα ξεγελάσω με χουρμαδιές, περσέες και συκομουριές, μήπως και έτσι θυμηθείς ποιος είσαι.

      Άκου τον μύθο που εξιστορεί το κύμα του Νείλου. Μας φέρνει στου θρυλικού Οξύρρυγχου τα κατανυκτικά νερά, όπου το σώμα του Άρχοντος των Τεθνεώντων θα αναστήσω και θα απαιτήσω πληρωμή από τους φύλακες του πλοίου του Ήλιου Ρα δώδεκα νύχτες έναστρες γεμάτες με Σελήνη. Έλα κι έτοιμο θα ’χω δαχτυλίδι από φαγεντιανή με χάντρες από κόκκινο καρνεόλιο να σου το δώσω με αφοσίωση λατρευτική, να το κοιτάς νοσταλγικά, να αναπολείς τον Νείλο.

      Έλα κι εκεί που ο Θωθ και ο Ερμής λατρεύονταν σαν Ένα, στην Χεμενού ή Ερμούπολη της δυτικής όχθης του Νείλου, ώρες Οκτώ θα ζήσουμε μονάχα, γιατί ετούτος ο θεός τιμάται σαν Κύριος της Ιεράς Ογδόης. Οκτώ θεοί, ώρες Οκτώ και Βασιλέας μου Εσύ, σε τόπο που ένας χιλιοπατημένος χωματόδρομος μας οδηγεί σε ερειπωμένες κατακόμβες. Γαλάζιο σκαραβαίο θα σου περάσω στον λαιμό ενώνοντας δύο ιερότητες μαζί. Χεπέρ τον έλεγαν παλιά, και ήταν θεός της μεταμόρφωσης. Έτσι θα μεταμορφωθείς κι εσύ σε αυτόν που πρέπει να είσαι.

      Έλα… Στην Άβυδο θα ζήσεις τον ματωμένο Μύθο τον Οσίρειο κι αν είσαι τυχερός, εδώ που κενοτάφηκε ο κύριος του θανάτου, ίσως και πάλι ζωντανό αντικρίσεις τον από εμένα Αναστημένο Όσιρη. Θα συναντήσεις τους παλιούς θεούς, τον Φθα, την Ίσιδα, τον Ώρο και γύρω στο σούρουπο θα δεις το γραμμένο στην Λίστα των Βασιλέων της Αβύδου όνομά σου. Θα το διαβάσεις φωναχτά γιατί ζητώ να θυμηθείς ποιος είσαι.

     Δίπλα απ' την Άβυδο, στην Δένδερα, θεά ερωτική θα συναντήσεις. Παλαιότερα την έλεγες Αθώρ. Θα ασπαστείς το άγαλμα του Χαπύ κι αν τώρα δεν γνωρίζεις τον θεό, σου λέω πως είναι ο Νείλος. Να του προσφέρεις το σοντέρ που θα ’χουμε μαζί μας, θυμίαμα γλυκύτατο και διεισδυτικό.



            
    Η χάρη του θεού θα κατοικήσει στην καρδιά σου και οι αναμνήσεις των υδάτων του θα πλημμυρίσουν το μυαλό σου. Τις ώρες της αμφιλύκης οι ιστορίες που χρόνια περίμεναν να ειπωθούν, θα αναβλύσουν σαν δάκρυα από μέσα μου κι αυτά τα δάκρυα θα πιεις, να πολεμήσεις, να νικήσεις την σκορπιόμορφη θεά, να ξεδιψάσεις από την κάψα της ερήμου.

    Έλα και πάνω στις Πάνω Θήβες, Ουάσετ τις καλούσες άλλοτε, θα εορτάσεις την Οπέτ και θα χορέψεις όλη νύχτα γεμίζοντας τον αστροφώτιστο αρχαίο ουρανό με άρωμα αρχέγονο, διεγερτικό, φερμένο από την Γη του Πουντ; ποιος ξέρει… Ουάσετ τις καλούσες πιο παλιά κι έδωσες το όνομά τους στον τέταρτο γιο, εκείνον που δεν γεννήθηκε από μένα, μα ήταν ο αγαπημένος σου. Κχα-Εμ-Ουάσετ τον καλείς όταν κοιμάσαι και στου ονείρου σου την φευγαλέα αλήθεια βυθίζεσαι. Λίγα μέτρα πιο μακριά υπάρχει ένας ναός χτισμένος από σένα. Θυμάσαι την βάρκα του Άμμωνος που έβγαινε από το ιερό του για να αναγεννηθεί ο κόσμος; Στον Τόπο της Πρώτης Φοράς θα θυμηθείς, ακόμα κι αν η μνήμη σου πεισματικά λαθεύει. Πιάσε το χέρι μου κι έλα να περάσουμε τον κεντρικό πυλώνα, εκείνον που στα αριστερά φιλοξενεί μονόλιθο οβελίσκο, να δεις το κόκκινο της πέτρας, να φλογιστούν τα μάτια σου, να φλογιστούν τα χέρια σου, να φλογιστούν τα χείλη σου, να θυμηθείς ποια είμαι εγώ, να θυμηθείς ποιος είσαι εσύ, να θυμηθείς τα έργα σου και να πειστείς πως μόνο για σένα υφαίνω την αλήθεια.

      Έλα μαζί μου στο Καρνάκ. Στις Λεωφόρους του σαν το παιδί χαρούμενα θα τρέξεις γύρω από πέτρινες στοές, ενώ μία προς μία οι Σφίγγες την δύναμη των αέρινων ποδιών σου θα χειροκροτούν, οδηγώντας τα βήματά σου σε έναν ψηλό οβελίσκο που η κορυφή του αγγίζει ουρανό.


                Στην Μεγάλη Υπόστυλη Στοά θα μας βρει το μούχρωμα όπου θα ξετυλίξω ιστορίες από τα παλιά, θλιμμένοι απόηχοι εποχών περασμένων κι όταν τα μάτια σου αγκαλιάσουν όλον τον τόπο, έμπειρο χέρι θα σκαλίσει περίαπτο από οινοειδή αμέθυστο για να σου το χαρίσω και να θυμάσαι το βασιλικό λινό που άπλωσα στο χώμα για να δεχτεί το σώμα σου να κοιμηθείς γαλήνια. Μόλις ο Ήλιος ξεκινήσει το ταξίδι του θα σε οδηγήσω προς τον νότο και παίρνοντας νερό απ’ την καθαγιασμένη λίμνη θα ρίξεις λίγο στα μάτια σου, να ανοίξουν, να δεις πιο καθαρά, να θυμηθείς ποιος είσαι.


      Έλα… Μπορεί ο Ήλιος να καίει ακόμα πιο πολύ μα βάζω πλώρη δυτική για να περάσουμε στην όχθη των Θηβών. Εδώ, υπάρχει μία νεκρόπολη γεμάτη τύμβους βασιλέων και βασιλισσών. Νεκρά εδάφη, στείρα χώματα, που ψιθυρίζουν με το πέρασμα του ανέμου την ματαιότητα της ζωής που κείτεται θαμμένη στους Οίκους των Χιλίων Ετών.

      Έλα μαζί μου στα όρη που κρύβουν τα ιερά σώματα και αν ακούσεις την θλιμμένη ωδή του Μέμνονος, μην φοβηθείς, είναι ο ελεύθερος Βορέας που φιλάει την χρυσαφιά πέτρα και μαζί στενάζουν από την μοναξιά των τιτάνιων Κολοσσών, βλοσυροί ακοίμητοι φρουροί της νεκρικής κοιλάδας. Μονάχα εγώ κι αυτοί απομείναμε μάρτυρες σιωπηλοί της περασμένης σου ζωής.


      Έλα… Και στην Κοιλάδα των Βασιλέων δεν θα είσαι απλά δύο γράμματα κι ένας αριθμός. Κάποιοι σε ονόμασαν Κάπα Βήτα 7, μα μόνο εγώ γνωρίζω το πραγματικό σου όνομα. Μένει μονάχα να το θυμηθείς κι εσύ. Εδώ θα αφουγκραστείς λαχταριστές σιωπές, θα ανταμώσεις τις Επτά Αθώρ με τα ιερά, κόκκινα νήματα που οι Έλληνες τις γνώριζαν σαν Μοίρες, θα αναπνεύσεις χώμα και αιωνιότητα κι όταν βρεθείς στου τύμβου σου το ζοφερό σκοτάδι, ίσως τα γκρίζα μάτια σου βουρκώσουν την Δέκατη Ώρα της Νυκτός, μα ο πιστός σου υπηρέτης, ένα μικρό πρασινωπό αγαλματάκι φτιαγμένο από χαλκό που κάποτε το λέγαμε ου-Σαμπτί, θα βρίσκεται εκεί το δάκρυ σου να κλέψει. Θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί, να κλέψω τις ώρες που προορίζεις για την νύχτα. Άλλη μία ιστορία θα βγει από τα χείλη μου, για έναν αιρετικό που λάτρεψε μόνο τον Ήλιο, αποστασία βέβηλη που επέσυρε την χειρότερη τιμωρία, την εξαφάνιση του ονόματός του. Έσπασαν πέτρες, έσβησαν χαράγματα, γκρέμισαν ναούς και το νεκρό σώμα του καταραμένου Ακχενατών τάφηκε στην Αμάρνα. Δεν θα σε πάω ως εκεί, ο χρόνος μας εκπνέει και φεύγει σαν την τελευταία ανάσα του μελλοθάνατου και πρέπει να θυμηθείς ποιος είσαι πριν φτάσουμε στο τέλος


      
Έλα το μεσονύκτιο όπου το κάλεσμα του Τόπου της Αλήθειας θα ακούσεις. Στο Σετ Μαάτ θα ανταμώσεις τον γλύπτη, τον ζωγράφο και τον λιθοξόο, που με μία πέτρα που αποκαλούσαν Λίθο του Φωτός, σκάλιζαν ασβεστόλιθους έχοντας πάντα στο μυαλό την Βίβλο των Αναπνοών μα και την Βίβλο των Νεκρών. Σμίλευση αιωνιότητας χρειάζεσαι για να θυμηθείς. Κι αυτό το ταξίδι με την φελούκα, σμιλεύει το μέλλον σου.

      Τα νερά κυλούν ήρεμα και εμείς ατενίζουμε την Άνω Αίγυπτο. Θυμάσαι το Λευκό Στέμμα που φορούσες όποτε έφτανες σε αυτές τις εσχατιές; Έλα και μόλις δεις την Απολλινόπολις ή Έντφου αν προτιμάς, τρέξε ως εκεί στον Θρόνο του Ώρου να καθίσεις μεταμορφωμένος σε περήφανο Γεράκι κι έπειτα, πετώντας ψηλά, θα φτάσεις στην Ελεφαντίνη και σε ένα μοναχικό νειλόμετρο θα μετρήσεις αυτά που αισθάνομαι για σένα.

      Τασετί θα αποκαλέσεις τα περίχωρα, ώσπου σιγά σιγά οι αναμνήσεις θα γίνονται ολότελα δικές σου. Μόλις η νύχτα έρθει και ξαπλώσω δίπλα σου, σπάνιο ελεφαντοστό θα σου προσφέρω, με τον καθαγιασμένο οφθαλμό Ουετζάτ να δίνει φως στων λογισμών σου το σκότος, να το κοιτάζεις κάθε μέρα που περνά για να θυμάσαι πως μαζί μου διέσχισες τον Νείλο. Το νυσταγμένο βλέμμα σου θα αγκαλιάσει το νησάκι Φίλαι, αυτό που τώρα αποκαλούν Μαργαριτάρι της Μέλαινας Γαίας και με αυτήν την άσπιλη εικόνα, θα κοιμηθείς.


           Ένας ναός υπάρχει πάνω εκεί αφιερωμένος στην Ίσιδα και τον γιό της Αρποκράτη. Την σιωπή του γιου δεν τολμώ να την κρατήσω, μένοντας ξάγρυπνη κοντά σου μέχρι το επόμενο πρωί, τα χείλη μου ερωτικά σου ψιθυρίζουν λόγια ισχύος, λέξεις μαγικές, να θυμηθείς ποιος είσαι όσο κοιμάσαι κι όσο ονειρεύεσαι. Μαζί με το φιλί, ανάσα ζείδωρος μόνο για σένα εκπνεόμενη, σου δίνω δέλτο ιερή από ερυθρωπό λαζουρίτη, στο χέρι θέλω να τον κρατάς, να θυμηθείς το παρελθόν σου. Να ξαναγίνεις κρατερός κι ένδοξος Νειλοπλόος.


      Έλα και θα λουστείς στα ύδατα του Πρώτου Καταρράκτη, καθώς θα ταξιδεύεις στα βαθιά, ορμητικά νερά του Γαλάζιου Νείλου, και μέρες μετά, νύχτες μετά, με δοξασμένα βήματα και πάλι θα πατήσεις τα εδάφη της Νουβίας όπου κορμί με κορμί θα δώσουμε άλλη μία μάχη στο Καντές και νικητές θα πλημμυρίσουμε πάλι με κίνδυνο κι ετούτη την φορά το Αμπού Σιμπέλ.

      Έλα κι έφτασε η ώρα που αγκαλιά θα περάσουμε τις Πύλες της Ουάτ. Κοίτα την έρημο, απλώνει κατακτητικά την θάλασσά της. Η ανεμοδαρμένη άμμος ανταγωνίζεται τον πυρωμένο χρυσό, οι καμπύλες της σου θυμίζουν εκείνες του κορμιού μου, το βλέμμα σου ανελέητο, τα χείλη μου αδηφάγα. Κάνε δική σου αυτή την γη, κάνε και μένα δική σου… Δεν είμαι οφθαλμαπάτη, είμαι γόνιμη γη, ανέγγιχτη αιώνες τώρα, με φλέβες που μέσα τους κυλάει η άμμος κι εσύ. 

      Το τελευταίο δώρο μου είναι το φίδι. Φίδι ενωμένο με χρυσάφι, πάνω ακριβώς από το μέτωπο. Ουραίος από τον πολύτιμο χρυσό της σάρκας όλων των θεών. Χεπρές το έλεγες χιλιάδες χρόνια πριν κι ήταν το στέμμα που φορούσες για να ενώσεις Δύο Γαίες, την Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Θυμάσαι, το βλέπω στην αδάμαστη, ορμέμφυτη ματιά σου.

         Τα μάτια σου αγκαλιάζουν την ύπαρξή μου ολόκληρη, την άφθαρτη, σκληραγωγημένη πέτρα, τα απόκρημνα, κολοσσιαία βράχια, τον ήλιο που ντύνει τα γυμνά βουνά με πύρινο φως από αίμα, λίγο προτού αποσυρθεί και δώσει την θέση του στην Νουτ.

      Θυμάσαι πια πως στην καρδιά σου κρύβεται ολόκληρη η αρχαιότητα. Άνθη Λωτού και Πάπυρου γεννούν τα χέρια σου να στεφανώσεις τα μαλλιά που τόσο αγάπησες και τότε αναδύονται από μέσα μου πικάντικες, επίμονες χιλιόχρονες μνήμες του Νείλου.

         Θυμάσαι ποιος είσαι. Θυμάσαι τί είσαι.
      Ήρθες… Και με μια φελούκα φτιαγμένη από τα χέρια της Κεμέτ σε βάπτισα στα νερά του ζωοδότη Νείλου που Δύο Γαίες πλημμυρίζει ρίχνοντας σπόρο επίμονο.

      Ήρθες… Και έγινες ο Ραμσής κι έγινα η Νεφερταρί και λατρεύοντας τον Ήλιο Θεό, σκληρός γρανίτης έγινε το κορμί σου, εύπλαστος σχιστόλιθος έγινε το δικό μου, κι αφήσαμε τις ακτίνες του Ρα να μας πάρουν μαζί τους ώστε να κάνουμε ξανά και ξανά αυτό το ταξίδι 
μέσα στον χρόνο, 
πέρα από τον χρόνο, 
πίσω στον χρόνο, 
μα πάντα πάνω στην φελούκα...




© 2012 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Άνθη Λωτού και Πάπυρου, 
Πέννας Δημιουργήματα, Εξιστορήσεις





The One Who Sails The Nile




Come

and with a felucca made from the very hands of Kemet, I will baptize You into the waters of Lifebringer Nile that flows the Two Lands, seeding the pertinacious seed.

Sweet inebriation’s wine You shall drink from the vineyards of fertile Sheba and You will cross centuries of history sprinkling your Being with ancient fine dust.

I shall be with You. And as I will be singing legends, myths and secrets, as I will be whispering traditions inspired from mud, sweat and love, your past I will be mapping and I will be initiating my King in his future.

So come …
Styrax, ambergris and cinnamon You will rejoice in the paths of Alexandria, while on papyrus, stone and parchment I will imprint your fresh kiss. In the western harbor, steady nets You shall cast to find me and capture my body, raw matter that wishes to be embraced with lust, body that if You forayed it, the savor of a fondled lotus will emerge. In the Lighthouse your darkness shall be illumined and You will welcome the heating indolence that gently cuddles all of your Alexandrian nights.

The tween beloved sisters, Damietta and Rosetta are called, the last one hiding in her womb the key to the hieroglyphic enigma, white triangular sail I will cast for your grace and the heady wind will sent my felucca into the fertile embrace of the victualer Nile.

Waters of mystagogue will bring us to Giza, with the uninfluenced from the fear of time pyramids. From the beginning I will introduce You to Horus of the Horizon and the androgynous figure that mortals say is the Sphinx. A temple is hidden in her legs and may we spent there the remaining hours till the dawn comes. Buried, well hidden secrets, will stay sleepless with us and they shall be revealed, there, in the sanctum of your secrets until You accept me in your embrace.

Come and You will touch the alabaster from Memphis and from the pure lustrous your hands will be sweetened like your smile. A statue Triad, yours, the fair-faced creator Ptah and the warlike Sekhmet the lion head will welcome You, just before You face your royal self, carved in a colossal stone, but that is what I desire. To remember Who You Are. And when my will comes into flesh, the memories of a past life will color your crimson face, like the purple rock that rises from the kingdom of Seth, the red desert of Dahshur, the once so called Desret.

Come with me and You ’ll see the eastern shore spreading in front to You. Its land I will let you tramp. On an unseen, ancient, bizarre land, You shall face the body of Bastet, the cat that rests in the land of Bubastis, while the gifts that will be given to You the night You ’ll meet the lust and the love of mine, will be two golden rings and one from lapis lazuli. Hold them and honor the desert wildcat.

Come and from far You will see the oasis they call Fayum, You know, the one that in its brownish colors was hiding grieving Roman faces, and once, Herodotus descried its desert a labyrinth of charm where thousands crocodiles became its guardians, but now the labyrinth is gone in the desert and only us are left ... The night, with the rise of Seth’s decans, I will offer You but myself, a talisman of jasper with a carved invocation so that You ’ll never forget the moments I made You mine. Hours later, my dawning kiss will rise You and in front of your tireless hands the fruits of the Trees of Life will be spread, that are endlessly born in the all-green oasis. Your hunger I will trick with sycamore and dates, hoping for You to remember Who You Are.

Listen to the myth that the wave of Nile recounts. It brings us to the devouting waters of Oxyrhynchus where I will rise the body of the Lord of the Dead and I will demand as payment from the guardians of the Sun Ra’s ship, twelve starry nights with the Moon. Come and ready I shall have a ring of faience with carnelian red beads to give to You with a worshiping devotion, so that looking it nostalgically and You ’ll reminisce the Nile.

Come to the place where Thoth and Hermes were worshiped as one, in Hemenou or Hermoupolis of the western shore of the Nile. Eight only hours we shall live, for this God is worshiped as the Lord of the Sacred Eighth. Eight gods, hours Eight, and You as my King, in a place where a beaten old dirt road is leading us into deserted catacombs. Blue scarab I will wear in your neck joining the two sanctities together. Heper he was once called and he was the god of transformation. So You will be transformed in The One You Must Be.

Come… In Abydos You shall live the bloody Osirian myth and if You are lucky, in the cenotaph of the Lord of Death, maybe once again You will face the risen by me Osiris. You will encounter the old gods, Ptah, Isis and Horus and at dusk time, You will see your name in the List of the Abydian Kings. Loudly You will read it for I ask You to remember Who You Are.

Next to Abydos, in Dendera, a love goddesses You shall meet. Long ago, You use to call her Hathor. You will kiss the statue of Hapy and if now You are not aware of that god, I tell You it is the Nile. Offer him the sonter we ’ll have with us, sweet and penetrating incense. The grace of the god will inhabit in your heart and the memories of his waters will flood your mind. In the early hours of dawn, the stories that waited for so many years to be told, will spurt like tears from inside me and these tears You ’ll drink, to fight and to win the scorpionlike goddess, to quench your thirst from the desert heat.

Come and in the Upper Thebes, Waset You used to call them, You will celebrate the Opet and You will dance all night, filling the ancient starry sky with a primitive arousing scent, brought from the land off Punt …?... Who knows… Waset You called them long ago and your fourth son You named him after them, the one that was not born by me, but he was your most beloved one. Kha-Em-Waset You call him when You sleep and sink in your dream’s elusive truth. Not much further, there is a temple built by You. Do You remember the boat of Amun coming out of his temple so that the world will be reborn? In the Land of the First Time You will remember, even if your memory is stubbornly mistaken. Hold my hand my love and come to pass the center pylon, the one in the left, harboring a monolithic obelisk to see the red stone, to inflame your eyes, to inflame your hands, to inflame your lips, to remember who I am, to remember Who You Are, to remember your deeds and to be convinced that only for You I weave the truth.

Come with me to Ipet Shut or to Karnak, if You prefer. In its avenues like a joyful child You will run around the stone stoas, while one by one the Sphinxes will applause the strength of your winged feet, leading your steps to a high obelisk that its peak touches the sky. The blear will find us in the Great Subcolumnous Stoa where I will unfold stories of the old, sad echoes of past times and when your eyes will embrace all the place, a skillful hand will carve an amulet from winelike amethyst to give it to You as a gift and to remember the royal linen I laid on the earth to accept your body into a peaceful sleep. As soon as the sun begins his journey, I will lead You to the South and taking water from the sacramental lake, You will spread some in your eyes, to open, to see more clear, to remember Who You Are.

Come… The sun may be burning even more but I set sail to the West to reach the shore of Thebes. Here lays a necropolis filled with tombs of kings and queens. Dead soils, barren lands, whispering through the blowing of the wind the vanity of life that lies buried in the Houses of the Thousand Years.

Come with me in the mountains that hide the sacred bodies and if You hear the saddened ode of Memnon, do not be afraid, for it is the free Boreas kissing the golden rock and together they moan from the loneliness of the titanic Colossals, grim sleepless guards of the deadly valley. Only I and they are left silent witnesses of your past life.

Come… And in the Valley of the Kings You will not be just two letters and a number. Some named You Kappa Beta 7, but only I know your true name. All that is left is for You to remember. Here You will listen to the luscious silences, You will meet the seven Hathor with the red sacred threads that the Greeks knew them as Fates, You will breathe land and eternity and when You find yourself in the darkness of your own gloomy tomb, maybe your grey eyes will wet in the Twelfth Hour of the Night, but your loyal servant, a small green statue made of copper that once we use to call Ushabti, will be there to steal your tear. I will be there too, to steal the hours You destined for the night. One more story will come out of my lips, for the heretic that worshiped only the Sun, a profane apostasy than incurred the worst of punishments, the extinguish of his name. Breaking the rocks, erasing the carvings, demolishing temples and the dead body of the cursed Akhenaton buried in Tel el Amarna. I won’t take You up there, our time is fleeting and leaving like the last breath of the dying man and You must remember Who You Are before we reach the end.

Come in the midnight where You will hear the calling of the Land of Truth. In Set Maat You will meet the sculptor, the painter and the stonemason, that, with a rock they were calling Stone of Light, were carving limestone having always in mind the Book of Breathings and the Book of the Dead. Carving of Eternity is what You need to remember. And this journey with the felucca is carving your future.

The waters are flowing calmly and we are gazing the Upper Egypt. Do You remember the White Crown You were wearing whenever You were reaching these lands endings? Come and when You see Apolinopolis or Edfu if You please, run there to the throne of Horus to seat transformed into a proud falcon and then, flying high, You will reach Elephantine, and in a lonely nilometer You will measure what I feel for You.

Taseti You will call the outskirts, till slowly the memories will become totally all yours. When the night comes, I will lie next to You and rare ivory I will offer to You, with the sacramental eye of Uadjet to shed light to the darkness of your thoughts, to look at it every day that goes and remember that You crossed the Nile with me. Your sleepy glance will embrace the isle of Philae, the one they now call Pearl of the Black Earth and with this immaculate vision You will sleep. There is a temple there devoted to Isis and her son Harpocrates. The silence of the son I do not dare to keep, staying awake and close to You until the next morning, my lips lovingly are whispering to You Words Of Power, Words Of Magic, to remember Who You Are, while You are asleep and dreaming. Along with the kiss, I exhale just for You invigorating breath, I give You to hold a sacred tablet board from reddish porphyrite to hold it in your hand, to remember your past. To become once more the all-powerful and glorious One Who Sails The Nile.

Come and bathe in the waters of the First Waterfall, as You are traveling in the deep, vehement waters of the Blue Nile, and days after, nights after, with glorious steps, again You will foot the lands of Nubia where with our bodies next one another, will give one more battle in Kadesh and victorious we ’ll flood Abu Sibel once again with danger.

Come, this is the time that embraced we will cross the Gates of Uat. Look at the desert; it lays victoriously its sea. The windswept sand competes the flaming gold, its curves reminds You those of my body, your gaze is unforgiving, my lips ravenous.

Make yours this land, make me yours…
I am not an illusion; I am the Fertile Land, untouched for centuries, with veins that the desert sand and You flow through them.

My last gift is the Snake. A Snake joined right above the forehead with gold. It is Uraeus made from the precious gold of the Gods flesh. Khepresh You called it thousands of years ago and it was the crown You were wearing to unite the Two Lands, the Upper and Lower Egypt. You remember, I see it in your untamable, instinctive look.

Your eyes hug my whole entity, the unfading, hardened rock, the steep colossal cliffs, the sun that dresses the naked mounts with flaming and blooded light, just before he retires to give his place to Nut.

You Remember What You Are.
You remember Who You Are 

You came… 
And with a felucca made from the very hands of Kemet I baptized You into the waters of lifebringer Nile who flows the Two Lands, seeding the pertinacious seed.

You came… 
And became Ramesses and I became Nefertari and, worshiping the Sun God, your body turned into hard granite, ductile limestone turned mine, and we let the shines of Ra to take us with them, so that we can make again and again and again this magnificent journey

in time, beyond time, back in time

but always on our felucca.


©2012 Constance Lapsati ~ Lotus and Papyrus Flowers, Pen Creations, Storytelling



SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author