Ο βραβευμένος ποιητής Δεσποτάκης της Δαμητρός μαγεμένος από την άγρια ομορφιά του Ευβοϊκού τοπίου, με ίχνη που παραμένουν σιωπηλά και κρυμμένα κάπου στον χωρόχρονο μίας άγνωστης σε εμάς προϊστορίας, νιώθωντας την έλξη της σκληρής γης που επίμονα προστατεύεται από την διαβρωτική φθορά του χρόνου, βιώνοντας λίγες στιγμές από την καθημερινότητά μου εκείνη που μπλέκεται γοητευτικά ανάμεσα στον παλαιό μύθο και την πολύχρωμη πραγματικότητα, αποκρυπτογραφώντας τα κωδικά μου σημάδια,
χαρτογραφώντας με ειλικρίνεια την αληθινή φύση μου
εμπνεύστηκε, διαισθάνθηκε και ύφανε τις λέξεις με τα χρώματα, με βύθισε στα μυστικά νερά της Όχης και με μάρτυρες τον Ήλιο και τον πρώτο της Ευβοίας Άνεμο, με βάπτισε
Μικρὸν Μικρανέμι...
Σαν ένας άλλος παλαιός Εξιστορητής οι ιστορίες του οποίου αναδύονται από τους τοπικούς θρύλους και μύθους, έγραψε για μνήμες ζωντανές, για παραδόσεις ιδιαίτερες, για την απόκοσμη αλήθεια που στοργικά τυλίγεται από τον θρυλικό απόηχο περασμένων εποχών. Διαποτίστηκε από την ισχυρή δύναμη του ιερού αυτού τόπου, χαμένος καθώς συνεχίζει να βρίσκεται μέσα στην αχλύ ενός παρελθόντος και ενός παρόντος, που ενωμένα συνεχίζουν την κοινή τους πορεία στον χρόνο, αυτή την άφατη διαδρομή μίας μεταφυσικής μύησης, συναντώντας την πολυπόθητη Αιωνιότητα. Έγραψε για τον πλούσιο, αιθερικό, γεμάτο μυστικά και κώδικες ιδιαίτερο προσωπικό μου κόσμο, από τον οποίο και αναδύομαι... μία Ιερή Γεωγραφία για εμένα,
το Μικρὸν Μικρανέμι...
Μέσα σε σκοτεινές σπηλιές και σε βαθιές χαράδρες, πάνω σε ψηλές κορφές και σε πυκνόφυτα δάση, δίπλα σε αρχαίες πέτρες που μόνο στους τυχερούς σιγοψιθυρίζουν το ένδοξο παρελθόν θεών, ημίθεων και θνητών που περπάτησαν πάνω τους, περικυκλωμένος από την αρμύρα του Αιγαίου, ακροβάτης ανάμεσα στο Γνωστό και το Άγνωστο, το Ορατό και το Αόρατο, ολόκληρος ο τόπος κρατάει καλά φυλαγμένη την άρρητη, πανάρχαιη μαγεία του και την προσφέρει σε ελάχιστους, στους αγνούς περιηγητές, στους μυημένους που σέβονται σιωπηλά τις περασμένες μνήμες και τις αλλόκοτες δοξασίες, στους εραστές άχρονων χρόνων που με αρμονία υφαίνουν εικόνες από εξιστορήσεις περασμένων εποχών, εικόνες που αργοσαλεύουν, που αναπνέουν, που κινούνται, που ζουν...
Εικόνες από ένα Μικρὸν Μικρανέμι που με Δρυοπική καρδιά και ψυχή Λέλεγος πάλλεται στον αέρα και ελεύθερο πετάει ψηλά, για να γίνει κυρίαρχος άνεμος...
Σε ευχαριστώ αγαπημένε φίλε Δημήτρη.
Μέσα σου καίει άσβεστη η φωτιά της αστραπής του Διός.
Ἕνα Μικρὸν Μικρανέμι
Μέσα εἰς τῶν ἀνέμων τὴν παραζάλην,
γεμᾶτον νιότης ζωήν, μικρὸν μικρανέμι ἐχάθη,
κάπου εἰς τοῦ Δημοσάρη τὴν γῆς,
σὲ δυό τὴν Ὄχη ποὺ ἔκοψε.
Μαγεμένον, τὴν φρεσκάδαν του ἅπλωνε,
σὲ μονοπάτι ποὺ ᾿χε γάργαρες πηγές,
σὲ λίμνες ἀπὸ νεράιδες ζωγραφισμένες γαλαζοπράσινες
κι ἄφηνε τὰ κελαηδίσματα,
χάδι νὰ εἶναι μακρόσυρτον εἰς τὴν ἀγκαλιάν του.
Ἤξερε ἀπάνω πὼς εἶναι σ’ ἀψηλὲς κορφάδες,
ἀγριεμένοι, ἄνεμοι γηραιοὶ πὼς τὸν ἀναζητοῦν.
Μὰ λεύτερον τὸ μικρανέμι,
σὲ πρωινὸν καστανόλογγον εὐωδιαστόν ἐτρύπωσε,
μὲ παιδικὴν ὁρμὴν
καὶ μέσα του εἶδε, κόσμοι ἦταν, ἀλλόκοσμοι.
Δρύοπες τῶν δασῶν, Λέλεγες τῶν λιμνῶν,
ἀπὸ καστανιὲς πίσω ξεπρόβαλαν,
ῥωτῶντας γιὰ τὸν Δράκον, γιὰ τὸν Κύνα…
ἄχ…
μονάχον ἤθελε,
εἰς τὴν ἄγριαν βροχοστόλιστον Ὄχη νὰ ζήσῃ.
Ἔπλεε τὸ μικρανέμι,
σὲ γεννημένες σκιὲς ἀπὸ βράχους σεμνούς,
ἀπάνω χόρευε εἰς τὶς ῥεματιὲς μὲ πουλιά, πασχαλιὲς καὶ πεταλοῦδες
κι ὁποὺ πατοῦσε ἄκουες σιγανά…
Βαθύρεμα…Πλύστρα…Πλατανίτσες…
Ῥηγιάς… Ἀρχάμπολη…
Χοροπηδοῦσε καὶ γέλαε,
μιᾶς εἰς τὰ Στῦρα, εἰς τὸ Μαρμάρι καὶ εἰς τὴν Κάρυστον μιᾶς.
Κι ἔπειτας μὲ φούριαν τὸ μικρανέμι,
μέσα περνοῦσε ἀπὸ αὐλές λευκές, ἀσβεστωμένες,
μ’ ἀνθισμένους ἰβίσκους, γιομᾶτες ῥοδιὲς καὶ γλυκὰ φραγκόσυκα.
Σὲ δροσερὰ μέσα τρύπωνε σπηλιώματα
κι ὕστερις πετοῦσε ἀψηλά,
βαστῶντας γερὰ τὶς κελαηδιὲς τῆς ἄγριας καρδερινιώς,
τοῦ φλώρου, τοῦ λούγαρου, τοῦ ἀηδονιοῦ…,
σκορπῶντας τὴν χάριν του,
εἰς τῖς ἀνθισμένες τῆς Ὄχης πλαγιές.
Κι ἔτσι πλανεμένον, μὲ γαληνεμένον πετοῦσε νοῦν,
ἀπὸ τὴν Εὐβοϊκὴν νησιώτικην Γῆν ἀπάνω·
καὶ τότε εὐρέθη ὀμπρὸς τὸ μικρανέμι,
ὀμπρὸς σὲ θρῦλον, μῦθον καὶ Θεούς.
Ἐσφύριζε ἡ ὁρμή, ἡ νιότης του,
καθὼς εἰς τοὺς χρόνους τριγύριζε τοῦ Δρακόσπιτου·
κι ἦταν ὁ ἥλιος παντοῦ νὰ τὸ προσέχῃ.
Θὰ ᾿ταν καταμεσήμερον
κι ὁλοῦθε ἀχνιὰ ἀπ’ τὴν δροσιάν του
καὶ κουρασμένον πιὰς αὐτό,
ἐστάθη εἰς τὸ πάτημα καὶ μοίρασε γύρω σιγήν,
δίπλα ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῆς Ὄχης.
Καθὼς τὸ λιοπύρι τὸ ἔλουζε,
ὕμνους ἄκουσε μακρόσυρτους, μακρόθεν·
ἀνακάτωσε τὶς γύρω φυλλωσιές,
ἐδρόσισε τοὺς Δρύοπες τῶν Παλαιῶν Λόγων,
τοὺς Λέλεγες ἐδρόσισε φύλακες τῶν γύρω ὅλων.
Καὶ πρὶν ἀνάμεσα χαθεῖ σὲ πρωτόκαρπες καστανιὲς
καὶ σὲ μυστικὰ τοῦ ὅρους βυθισθῇ νερά,
πῆρε τὴν εὐλογίαν εἰς τὸ Δρακόσπιτον ποὺ ἐζοῦσε
κι ἔστειλε τὰ πουλιὰ σὲ πλαγιὲς νὰ τὴν τραγουδήσουν.
Κι ὅλη ἦταν ἡ Ὄχη μ’ ἀνατριχίλα,
καθὼς ψιθύριζε πετῶντας πιὰς τὸ μικρανέμι,
Ὦ, Ἧρα Τελεία…
Ὦ, Ἧρα Τελεία…
Ὦ, Ἧρα Τελεία…
ΥΓ: « Ἀφιερωμένον εἰς τὸ Μικρανέμι,
ὁποὺ κυρίαρχος νὰ γίνῃ Ἄνεμος,
εὔχομαι! »
Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
© 2012 Δεσποτάκης Δημήτριος
© 2012 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Αφιερώματα