Ἀ-γάπη…Τὸ περὶ
ἀγάπης δέ, κατάγετε λένε συνήθως ἐκ τοῦ λίαν-πολύ καὶ τοῦ πάομαι-ἀποκτῶ, κατέχω....Κτητικὸν συναίσθημα...καὶ ὅπου κτητικόν, μὴ Ἐλεύθερον κατ' ἐμέ, ἄρα καὶ μὴ Ἐρωτικόν, ἄρα σύνηθες....ἀγάπη δηλαδή, σχεδὸν
μία συνήθεια! Ἴσως ἡ μοναδικὴ λέξις ποὺ δὲν ἀπασχόλησε καθόλου, μὰ καθόλου,
τοὺς μεγίστους τῆς παγκοσμίου φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, τραγωδίας. Μήτε Πλάτων,
μήτες Ἀριστοτέλης, Εὐρυπίδης, Ὅμηρος, Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς, Ἡράκλειτος καὶ οὐκ
ἐστὶν αὐτῶν ἀριθμός. Μήποτες ἀνέλυσαν τὴν λέξιν αὐτήν, μὲ τὸ ἴσως στερητικὸν
Ἄλφα εἰς τὸ ξεκίνημά της… Αὐτὸ καὶ μόνον, σὲ σκέψεις μὲ βάζει, διότι κατ’ ἐμέ, τὰ
πάντα εἶναι Ἔρωτας! Ὅταν Αὐτὸς ἐχρηματίσθη ντροπὴ ἀπὸ τὸ σύστημα τῶν
ἀρνητῶν τὴν φύσιν τους, μοῦ ἔμαθαν τὴν λέξιν ἀ-γάπη…Τὸ μέγιστον λοιπὸν
κρυμμένον μήνυμα, εἶναι ὁ Ἔρως, ὁ Θεῖος Ἔρως.
Ἔλεγαν τὴν λέξιν – τίτλον Ἱέρεια,
οἱ πρόγονοί μας….
Πεῖτε μου πῶς τὴν φαντάζεσθε;
Εὐμορφία, νιότης, πλούσια καθαρά μὲ λάμψιν μαλλιά, χαμόγελον ἴδιον τοῦ Ἔρωτος
κι ἕνα φόρεμα λευκόν, στολίδι σκέτον, νὰ τὴν χαρακτηρίζῃ θηλυκόν. Λερώσαμε τὴν
λέξιν, ἐσκεμμένως ἴσως, δένοντας τὴν λέξιν πόρνη, μὲ τὴν Ἱέρειαν, καὶ δούλην τὴν
ἐκάναμε, Ἱερόδουλον… Κι ἔπειτας ἀλλάξαμε ἀκόμη καὶ τὴν σκέψιν. Σήμερα,
τὴν θέσιν τῆς Ἱέρειας κατέχει ἡ καλόγρια…Οὐδὲν ἐπὶ τούτου σχόλιον!
Ἄς γυρίσουμε ὅμως πίσω, εἰς
τὰ πέντε γράμματα τῆς λέξεως:
Α =
Ἄλφα, ἡ
τῶν πάντων ἀρχή, ἡ ἀνάσα, ἡ γέννεσις.
Γ = Γάμμα, Γαῖα, ἡ ζωοδόχος, ἡ τροφός.
Α = Ἄλφα. Καὶ πάλιν ἡ ἀρχή, ἀνάσα φέρειν.
Π = πῑ. Πᾶν, τὸ Πᾶν, ὅπως Σύμπαν.
Η = Ἦτα, Ἡέλιος!
Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ Ἄλφα,
τὴν ἀρχὴν τῶν Πάντων, ἄρα τὴν ἀνάσα, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη τῆς ζωῆς κραυγή,
μένει τὸ Γάμμα. Ἡ Γαῖα, ἡ Πᾶν-Γαῖα, νεκρή, χωρὶς ἀπογόνους, μονάχη νὰ γυροβολᾶ
εἰς τοῦ Πανὸς τὴν ἀγκάλην, ἀντίκρυ καὶ γύρω τοῦ Ἡελίου…
Ἄ,
λοιπὸν πρωτίστως…τί ἄραγε νὰ σημαίνῃ αὐτὴ ἡ λέξις, ποὺ ἐκ τῶν μεγίστων
μὰ καὶ ἐκ τῶν μετρίων, οὐδεὶς μαζύ της ἀσχολήθηκε; Ἀναφέρεται σὲ λίγες μονάχα
ἀράδες τῆς Ἀρχαίας Ἐλληνικῆς Γραμματείας καὶ πλέον δὲν δύναμαι νὰ τὴν συνδέσω
μὲ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνομαι ὅταν ῥιγῶ, ἐμπρὸς εἰς τὸ χαμόγελον ἑνὸς θηλυκοῦ, σὰν μοῦ
χαμογελᾶ τὸ βρέφος, τὸ παιδί μου, σὰν τρίβεται νιογέννητον κουτάβι εἰς τὰ
στήθια μου μέσα, σὰν τ’ ἀχνιστὸν καρβέλι μὲ οἶνον μὲ μαγεύουν...
Αὐτὰ μονάχα Ἔρωτας εἶναι… Δὲν
εἶναι, ποτὲς δὲν ἦταν ἀ-γάπη…Λένε κάποιοι πὼς πρῶτος ὁ Ἔρωτας ἔρχεται, μετὰ μὲ
φούριαν φεύγει καὶ μένει ἡ ἀ-γάπη, δηλαδὴ ἡ συνήθεια…
Μὰ ἐγὼ θέλω Ἔρωτα! Ποῖος
σᾶς εἶπε, ποῖος τὸ δικαίωμα σᾶς ἔδωσε, εἰς τὸ μυαλό μου μέσα νὰ ῥιζώσετε , πὼς
σὰν θὰ μεγαλώσω, ἀπὸ συνήθεια θὰ ζῶ; Ὄχι!!! Ἀρνοῦμαι!!! Σὰν χαζεύω ἐσᾶς, κάπου
ἠ χημεία μου ἀπαντᾶ ἕνα χαμόγελον ἄλλον…αὐτὸ ἐγὼ τὸ Ἐράω, δὲν τὸ ἀ-γαπῶ! Ποτές
μου, ἀκόμη καὶ σὰν ἡ θλίψις τῆς νιότης φέρει τὸ γῆρας, δὲν θέλω ν’ ἀ-γαπῶ τὸ
χαμόγελόν σου. Θέλω μέσα μου νὰ κοχλάζῃ Ἔρωτας γι αὐτό!
Μὰ πῶς νὰ συμβῇ, ὅταν
ἀπὸ τὰ παιδιάτα μου χρόνια μὲ διαβρώνεις; ἀ-γάπη μοῦ λές, σ’ ἀγαπῶ νὰ
λέγω…Ἀλλοιώνεται ἠ καθαρότητα τῆς σκέψεως καὶ τοῦ συναισθήματός μου! Κάποιος,
κάποιοι, λένε πὼς εἶμαι τρανὸς σὰν γράφω. Ἴσως νὰ ᾿ναι κι ἔτσι, ἴσως καὶ ὄχι.
Ἄν ὅμως εἶναι, τότες νὰ γνωρίζετε πὼς αὐτὸ ποὺ μὲ διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους,
εἶναι πὼς ἐγὼ δὲν Ἀ-γαπῶ Τίποτα! Ποτές μου δὲν ἠ-γάπησα!
Μονάχα Ἔρωταν
αἰσθάνομαι, κατὰ πὼς θέλησε τὸ Ἑλληνικὸν αἷμα μέσα μου νὰ κατοικήσῃ. Ἀκόμη καὶ
ὅταν τὸ κρύον γήινον νεαρὸν ὕδωρ μιᾶς πηγῆς, ἔρχεται ὑπερήφανον μέσα νὰ κυλήσῃ
εἰς τὰ σωθικά μου, Ἔρωταν αἰσθάνομαι…Ἔρωταν Ἄθρωπε, ὁποὺ τὸ δυνατόν του ῥὸ
προφέροντας, ἡ δόνησις τρομάζει με…
Μὰ μὲ συνεπῆραν οἱ
λέξεις μαζύ τους σὲ ταξείδια τοῦ κόσμου ἐτούτου καὶ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ, πὼς σὰν ὁ
Ἔρωτας ἀ-γάπη ἔγινε, συνήθεια ἔγινε, ἐγὼ ἔγινα ἀνθρωπος δοῦλος τῆς ἀ-γάπης, τῆς
ἀ-γάπης τοῦ Θεοῦ…
Μὰ ποῖος Πατέρας εἶναι
αὐτός, ποὺ τὸ παιδί του θέλει δουλικόν;
Καὶ νὰ οἱ εὐχές μου
εἰς τὴν μικρήν μου κόρη!
«Κόρη μου·
νὰ ᾿ναι ἡ ζωή σου
ἔρωτας…»
«Νὰ χαίρεσαι τὸν
ἔρωτα
ὅπως ὁ φλοῖσβος τὴν
ἀκτήν,
ὅπως ὁ ἄγριος ποθεῖ
βοριᾶς
τὴν κάτασπρην τοῦ
χιονιᾶ θωριά,
ὅπως ἀνέραστον τὸ
χῶμα λαχταρᾶ
παρθένα τῆς βροχῆς νὰ
᾿ν’ ἡ ἀγκαλιά…»
« Ζῆσε ἔντιμα …
ζῆσε μὲ ἔρωτα …
ζῆσε μὲ φρόνησιν …
γιὰ νὰ ζήσῃς …»
Ὁ
Ἔρωτας εἶναι Ἐλεύθερος σεβασμὸς καὶ ὄχι ὑποχρέωσις. Ὁ Ἔρωτας εἶναι σὰν γερνᾶ,
ὄχι συνήθεια, μὰ σὰν τὸν Ἡέλιον, ποὺ κουρασμένος γέρνει μέσα σὲ πέλαγα μακρινά,
νὰ δροσίσῃ τὴν ἄσβεστον πύραν του! Ὁ Ἔρωτας εἶναι ζωή, εἶναι φιλοσοφία…καὶ σὰν
αἰσθάνομαι γιὰ ἐσένα Ἔρωταν ὡς ἀρσενικόν, τότες ἐσὺ θὰ εἶσαι Ἱέρεια τῆς ζωῆς
ὁποὺ ἐγώ, ἀναγνωρίζοντάς Τον χωρὶς ἄλφα στερητικόν, θὰ παλεύω μέχρις νὰ
ταξειδέψω εἰς τὰ ὄνειρά μου, νὰ φθάσω τὴν Ἱερότηταν τῆς Μητριαρχίας ποὺ διέπεις
ὡς Ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος Κόσμου…
Ἐγὼ τὸν Ἔρωτα τυχαία τὸν ἐσυνάντησα νὰ εὐλογῇ τὶς θάλασσες κι ἦταν
βαπόρι ἀλώβητον, ὁ Κάπταιν Λόγος, ὁ Ἔρωτας τῆς Ἁρμύρας, σὲ φοῦρια ἐπάνω κύματα
ταξειδευτής. Τυχαία νὰ πλάθῃ ὄνειρα τὸν ἐσυνάντησα εἰς τὶς ἄκριες τῶν τραίνων
ῥάγες, σκαρφαλωμένον σὲ πανώρια Ἑλληνικὰ βουνά κι ὕστερις εἰκόνες ἀπρόσιτες ἀπὸ
μορφές ἱερειῶν τῶν Θεῶν εἰς τ’ ἀντίκρυ πλακόστρωτον νὰ σκαρώνῃ…τυχαία τὸν
ἐσυνάντησα, τὸν ἄνεμον σὲ φυγὴν νὰ κουμαντάρῃ, καθὼς ἀλαφιασμένη ξοπίσω μου
ἔσβηνε ἡ νόθα ἐντροπής…Κραττοῦσα μονάχα θυμᾶμαι εἰς τὰ χέρια, τοῦ Φοίβου μιὰ
χαμογελιά, ποὺ ἡ μιά της ἀκριά, εἰς τὸν κόσμον τῶν χειλιῶν σου ἐφώλιασεν…Τυχαία
τὸν ἐσυνάντησα μιὰν ὥρα τοῦ χρόνου μου ποὺ ἐφώναζε τότες:
Γυναῖκα, γυναῖκα, νὰ
σταθῇς σοῦ ζητῶ,
νὰ σὲ τιμήσῃ ὁ λόγος
μου
κι ὕστερα νὰ βαζίσω
είς τὸ φωτεινόν μου ξαστέρωμα.
Μὴν θαρρεῖς γυναῖκα
πὼς τάχα εἶμαι Ἐραστής…
ὄχι Γυναῖκα μὴν νὰ
χαρῇς…
μονάχα Ἔρωτας εἶμαι
ὑγιής,
κι Ἐσὺ Ὡραία, ὡς
Ἔρωτας Ἀρχή…
Δεσποτάκης
τῆς Δαμητρὸς
Ἕλλην
11-2-2013
Η ανάρτηση Ἔρως ἤ Ἀ-γάπη;
προέρχεται από το προσωπικό ιστολόγιο του Δεσποτάκη της Δαμητρός