Ανάσα κάθε ένα δευτερόλεπτο.
Κάποιες πνοές, ελάχιστες είναι η αλήθεια,
δεν γνώριζαν ούτε κι αυτό,
παρά κομμάτιαζαν τον χρόνο κόβοντάς τον στο μισό.
Βλέμμα λαμπερό, στόμα ανοιχτό, οξυγόνο που χάριζε εκείνη την εύθραυστη ζωή του ενός δευτερολέπτου.
Αξιοπρέπεια στον θάνατο.
Βλέμμα λαμπερό, στόμα ανοιχτό, οξυγόνο που χάριζε εκείνη την εύθραυστη ζωή του ενός δευτερολέπτου.
Αξιοπρέπεια στον θάνατο.
Τρεις λέξεις που έμοιαζαν να αναδύονται από τους λευκούς τοίχους,
τρεις λέξεις που κυλούσαν όπως κυλάει το αίμα από την πληγή,
τόσο γρήγορα,
όσο γρήγορο ήταν κι αυτό το ένα δευτερόλεπτο
ανάμεσα στην μία πνοή και την άλλη.
Τα καστανά, τεράστια μάτια βυθίστηκαν στα δικά της.
«Το νερό. Σας παρακαλώ».
Φωνή που, αν και έτρεμε απ' τον πόνο,
Τα καστανά, τεράστια μάτια βυθίστηκαν στα δικά της.
«Το νερό. Σας παρακαλώ».
Φωνή που, αν και έτρεμε απ' τον πόνο,
δεν είχε χαμένη την αξιοπρέπεια. Την ευγένεια.
Τα χείλη δροσίστηκαν κι ένα -και πάλι- ευγενικό
Τα χείλη δροσίστηκαν κι ένα -και πάλι- ευγενικό
«Σας ευχαριστώ»
βγήκε από εκείνη την
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Μία ζωή που χωρούσε μέσα σε αυτό το ένα δευτερόλεπτο,
ένα δευτερόλεπτο μεταμορφωμένο σε δύο λέξεις,
δύο λέξεις χαρισμένες με αξιοπρέπεια σε μία άγνωστη.
«Σας ευχαριστώ».
Δύο λέξεις που έκλεβαν την ζωή από την
Δύο λέξεις που έκλεβαν την ζωή από την
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Χαρίστηκε πολλές φορές εκείνες τις ώρες, τις περίεργες,
τις μεταμεσονύκτιες, η Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Χαρίστηκε πολλές φορές εκείνες τις ώρες, τις περίεργες,
τις μεταμεσονύκτιες, η Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Πάντα μαζί με ένα χαμόγελο.
Παρά τον πόνο.
Πάντα με αξιοθαύμαστη Δύναμη, με ζηλευτό Ήθος,
με ειλικρινή Ευγένεια.
Παρά την γνώση του θανάτου.
Ώρα την ώρα ο πόνος μεγάλωνε.
Ώσπου ο Ήλιος ανέτειλε,
Ώσπου ο Ήλιος ανέτειλε,
διώχνοντας τα σκότη που φοβίζουν {συνήθως;}
εμάς τους ανθρώπους.
Η άγνωστη είδε την Ανάσα του ενός δευτερολέπτου
Η άγνωστη είδε την Ανάσα του ενός δευτερολέπτου
να φοβάται κι εκείνη.
Έξι και μισή. Η απόφαση πάρθηκε.
Έξι και μισή. Η απόφαση πάρθηκε.
Τα χείλη
ψιθυρίζουν λέξεις που μονάχα μία Ανάσα μπορεί να ακούσει.
Ένα αντίο ειπώνεται από τα εύγλωττα μάτια και των δύο.
Η άγνωστη κοιτάζει για τελευταία φορά την Ανάσα
Ένα αντίο ειπώνεται από τα εύγλωττα μάτια και των δύο.
Η άγνωστη κοιτάζει για τελευταία φορά την Ανάσα
και στρίβει δεξιά, έπειτα πάλι δεξιά,
βγαίνει αφήνοντας πίσω της
... ... ... ... ... ... ...
και χάνεται στους δρόμους
που έχουν αρχίσει να ξυπνούν κι αυτοί
{ μα, μήπως κοιμούνται και ποτέ για να ξυπνήσουν;}
«Ο φόβος πονάει πιο πολύ και από τον πόνο.
Αφέσου.
Και ζήσε αυτό το ένα δευτερόλεπτο
σαν να έχεις χρόνια ολόκληρα μπροστά σου για να ζήσεις,
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Ο χρόνος μπορεί να πέταξε,
μα αυτό το δευτερόλεπτο είναι μόνο δικό σου».
Ο χρόνος μπορεί να πέταξε,
μα αυτό το δευτερόλεπτο είναι μόνο δικό σου».