22.3.12

Έμπονυ Βάργκας १ Οπισθόφυλλο

Η Έμπονυ Βάργκας έρχεται.
Σε λίγες μέρες θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία και μιας και δεν έχω αναρτήσει ακόμα το οπισθόφυλλο, το κάνω τώρα, προσθέτοντας κι ένα μικρό απόσπασμα που έχω ξεχωρίσει.

Όπως βλέπετε κι εσείς, η Έμπονυ Βάργκας κάνει την αρχή στην κατηγορία Λογοτεχνία του Φανταστικού των Εκδόσεων Ωκεανός και η τιμή αυτή είναι μεγάλη για εμένα, μα και η χαρά φυσικά, αφού μεγάλωσα με τα καλλίτερα, με τα πιο αξιόλογα έργα του Φανταστικού και συνεχίζω ακάθεκτα μέχρι και σήμερα.
Τελειώνοντας, θέλω να ευχαριστήσω κι από εδώ την εκδότριά μου κ. Ελένη Κεκροπούλου, που πιστεύει στις ιδέες μου και με στηρίζει.




Απόψε θα ήταν μια αρκετά δύσκολη βραδιά και όφειλε να ξεριζώσει τουλάχιστον την μισή από την θλίψη που φύτρωνε σαν ψυχοφθόρο ζιζάνιο μέσα της. Είχε ανάγκη να ηρεμήσει και να φύγουν από πάνω της όλα όσα την βάραιναν. Ο μοναδικός τρόπος για να το κάνει αυτό, ήταν να πάρει το εβένινο βιολί από την κόκκινη βάση του και να παίξει με τις ώρες κάποια από τα αγαπημένα τραγούδια του Ζάγκρος. Ήθελε να αγγίξει το βιολί, να το κάνει να κλάψει και να κλάψει κι εκείνη μαζί του.

Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, σηκώθηκε από το ρωμαϊκού τύπου ανάκλιντρο, ανεμίζοντας με χάρη την μακριά, μαύρη δαντελωτή ρόμπα Vivienne Westwood που φορούσε και πήγε στην ξύλινη σάλα, που ήταν ειδικά διαμορφωμένη για τέτοιου είδους μελαγχολικές νύχτες.

Στην μέση του τεράστιου, σχεδόν άδειου δωματίου, βρισκόταν η βάση. Πήγε κοντά της και άγγιξε απαλά το σκληρό ξύλο του βιολιού. Το ίδιο απαλά το σήκωσε και το πήρε στα χέρια της.

Δεν είχε τολμήσει ποτέ να το φιλήσει, όσο κι αν το ήθελε απελπισμένα. Ακόμη και η παραμικρή υγρασία θα προξενούσε φθορές στο παμπάλαιο, πολύτιμο ξύλο, κάνοντάς το να διογκωθεί, επηρεάζοντας σημαντικά το παίξιμο.

Το ίδιο θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η κατάλληλη υγρασία, όπου το βιολί θα συρρικνωνόταν και απαίσια ραγίσματα θα εμφανίζονταν στο λούστρο του. Για την αποφυγή λοιπόν των υγρών και ξηρών συνθηκών, είχε τοποθετήσει στο δωμάτιο μετρητές υγρασίας που μετρούσαν την θερμοκρασία και την σχετική υγρασία του χώρου, προστατεύοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το σπάνιο αυτό μουσικό όργανο.

Κάθισε στο σκαμπό, εναποθέτοντας το βιολί στα πόδια της και πήρε το ρετσίνι για να το απλώσει πάνω στις τρίχες του δοξαριού. Το χέρι της, ξεκίνησε πρώτα από κάτω και μετά ανέβηκε σταδιακά προς τα πάνω, περνώντας με υπομονή όλες τις τρίχες.

Αυτή τή νύχτα είχε προτιμήσει κολοφώνιο Νέας Ζηλανδίας με προσθήκη ασημιού, θέλοντας να δώσει έναν οξύ και επιβλητικό ήχο στο παίξιμο, ίδιο και όμοιο με το ξέσπασμα ενός λαμπερού πυροτεχνήματος. Πράγμα το οποίο και θα κατάφερνε διπλά, μιας και το δοξάρι που είχε επιλέξει ήταν φτιαγμένο από 250 μαύρες τρίχες αλόγου. Οι λευκές ήταν οι ιδανικότερες για έναν ζεστό, γλυκό ήχο, αλλά όχι για απόψε. Απόψε, ήθελε να ενώσει την έντασή της με εκείνη του βιολιού κι αυτό θα γινόταν μόνο με το συγκεκριμένο δοξάρι.

Πήρε την αγαπημένη της στάση και το σαγόνι της άγγιξε τρυφερά το σώμα του βιολιού. Θα ξεκινούσε με μία παλιά, ρουμάνικη μελωδία, που πάνω σε αυτή βασίστηκε ο Ισπανός συνθέτης Πάμπλο Σαράσατε για να συνθέσει το μαγευτικό Zigeunerweisen, τους περίφημους Τσιγγάνικους Αέρηδες.

Έκλεισε τα μάτια, πήρε μία βαθιά ανάσα, την άφησε να βγει ήρεμα από μέσα της και αφέθηκε ελεύθερη. Το αριστερό της χέρι, έμπειρο έπειτα από εκατοντάδες χρόνια εξάσκησης, τράβηξε πίσω το δοξάρι και μία επιβλητική, παλλόμενη, θλιβερή μελωδία βγήκε από τις τέσσερις μαλακές χορδές και αντήχησε γλυκά σε όλη την αίθουσα.

Την ίδια στιγμή, ο Ρεν πεταγόταν έντρομος από το κρεβάτι του, έχοντας ξυπνήσει από τον μελαγχολικό ήχο ενός τσιγγάνικου βιολιού. Μια ολοκάθαρη μελωδία που έλουζε τον χώρο, μία μελωδία πέρα από κάθε λογική εξήγηση, λες και κάποιος αόρατος βιρτουόζος μουσικός βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο και έπαιζε ένα άγριο μοιρολόι αφιερωμένο μόνο σε εκείνον.




© 2012 Κωνσταντίνα Λαψάτη

19.3.12

Βαμπιρισμός Versus Λογοτεχνία

Βαμπίρ...Ένα πλάσμα παράξενο, σκοτεινό και μυστηριώδες που βγαίνει τις νύχτες διψασμένο {ή και πεινασμένο...} αναζητώντας ενέργεια... αίμα.
Με το πρώτο φευγαλέο φως της αυγής πρέπει να κρυφτεί.
Βαμπίρ...
Ψάχνει αιώνια μέσα στο πηχτό σκοτάδι για το επόμενο θύμα του, βουτηγμένο σε έναν αέναο κύκλο αίματος που ποτέ δεν σταματάει...
Είναι ο μοναχικός Άρχοντας της Νύχτας...
Κι όπως θα αποδειχτεί παρακάτω, κατέχει την πιο σπουδαία, ίσως και την ανώτερη θέση της υπερφυσικής οντότητας στην Λογοτεχνία του Φανταστικού, ένα αγαπημένο είδος Λογοτεχνίας στο οποίο και γαλουχήθηκα από την ηλικία των 8 ετών... μέχρι και σήμερα... απόψε... όπου οι Ιτιές του Άλτζερνον Μπλάκγουντ περιμένουν υπομονετικά δίπλα μου για να μου ψιθυρίσουν για άλλη μία φορά τα τρομερά μυστικά τους...

Lilith, John Collier
Το πιο παλαιό και δυνατό συναίσθημα του ανθρώπινου είδους είναι ο φόβος. Το πιο παλαιό και δυνατό είδος φόβου είναι ο φόβος για το άγνωστο. Η παραδοχή αυτών των δύο γεγονότων, καθιερώνει μια και για πάντα την αξιοπρέπεια και την γνησιότητα της τρομακτικής {φανταστικής} ιστορίας ως λογοτεχνικό είδος. {Χ.Φ.Λάβκραφτ ~ Ο Υπερφυσικός Τρόμος στην Λογοτεχνία}.
Αφορμή για αυτήν την ανάρτηση στάθηκε το επόμενο βιβλίο μου το οποίο καταπιάνεται με τον Βαμπιρισμό. Αισθάνομαι πως οφείλω να γράψω λίγα λόγια για το Φανταστικό, όπου όπως θα δείτε παρακάτω, δεν χωράει καμία αμφιβολία για το αν τελικά ο Βαμπιρισμός παράγει Λογοτεχνία ή όχι, όσο κι αν κάποιες φωνές προσπαθούν να πείσουν για το αντίθετο, θεωρώντας τον Βαμπιρισμό ντεμοντέ και ξεπερασμένη λογοτεχνία του σωρού {η προσωπική μου άποψη είναι πως είτε αδιάβαστοι είναι ή τους λογοτέχνες παριστάνουν. Ότι και είναι πάντως, οι απόψεις τους, αποδεδειγμένα, δεν ευσταθούν}. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Βαμπιρισμός, ο τόσο στενά συνδεδεμένος με τις ανθρώπινες πρωτόγονες συναισθηματικές καταστάσεις και συγκινήσεις, εμφανίζεται στην Λογοτεχνία εδώ και πολλούς αιώνες, μόνο που αρχικά, δεν υπήρχε η έννοια ''βρικόλακας'', παρά κάποιες παραπλήσιες ονομασίες, όπως π.χ. οι ελληνικές και ρωμαϊκές Λάμια, Στρίγκα, Έμπουσα, Μορμολυκία, η εβραϊκή Λίλιθ, το αραβικό Γκουλ, τα ασσυροβαβυλωνικά Εκιμού και Ουτουκού, τα ινδικά Ρακσάσας {δαίμονες της νύχτας που πίνουν το αίμα}. Όλα τα προηγούμενα, τονίζω ξανά, πως δεν ήταν βρικόλακες με την σύγχρονη έννοια που αποδίδουμε σήμερα στην λέξη, αλλά ήταν περισσότερο δαιμονικά πλάσματα που έπιναν το αίμα των ζωντανών. Αντίθετα, στις αρχαίες παραδόσεις της Κίνας, υπήρχε το Kiang Shi, που σήμαινε βρικόλακας ακριβώς επειδή ήταν ένας νεκρός που ξαναζωντάνευε και γύρευε να πιει το αίμα των θνητών. Εννοείται πως δεν μπορώ να αναφέρω εδώ τις ονομασίες που είχαν ή έχουν ακόμα για αυτά τα πλάσματα οι παγκόσμιες λαογραφικές και μη παραδόσεις, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες εξιδεικευμένα βιβλία για αυτό. Μέχρι στιγμής λοιπόν, έχετε καταλάβει την διαφορά ενός αιμοδιψούς πλάσματος από την μία, με έναν πεθαμένο που επιστρέφει στην ζωή από την άλλη. Από τα αρχαία κείμενα τα οποία μιλούν για διάφορα τέτοια πλάσματα, θα αναφέρω ενδεικτικά το Έπος του Γκιλγκαμές {The Epic of Gilgamesh} όπου η παρουσία υπερφυσικών όντων, δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τα σύγχρονα μυθιστορήματα Φαντασίας.
Ίσως να νομίζετε πως η πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση της μορφής του βρικόλακα έγινε στο βιβλίο του Μπραμ Στόκερ {Bram Stoker} Δράκουλας {Dracula} που εκδόθηκε το 1897.
Κάνετε λάθος όμως, διότι ο Βαμπιρισμός εμφανίζεται για πρώτη φορά με την μορφή ποιήματος και συγκεκριμένα από την πέννα του Γερμανού Ερρίκου Αυγούστου Οσσενφέλντερ {Heinrich August Ossenfelder} και το ποίημα Το Βαμπίρ {Der Vampir} που γράφτηκε το 1748.
Στο δεύτερο μισό του 1700 το απελευθερωμένο ένστικτο βρίσκει την θέση του στο λογοτεχνικό εκείνο ρεύμα που αποκαλέστηκε Γοτθικό και το έτος 1763 ήταν η χρονιά που ο Οράτιος Γουόλπολ {Horace Walpole} έγραψε Tο Κάστρο του Οτράντο {The Castle Of Otranto}μία ιστορία που έμελλε να ασκήσει μία άνευ προηγουμένου επίδραση στην λογοτεχνία του Φανταστικού.
Η Ποίηση όμως είχε ανάγκη κι από άλλη μία πέννα αφιερωμένη στον Βαμπιρισμό. Έτσι, το 1773 γράφεται από τον Γοδεφρείγο Αυγούστο Μπέργκερ {Gottfried August Bürger} το ποίημα Λενόρα {Lenore} το οποίο και επηρέασε αργότερα το έργο πολλών ποιητών και συγγραφέων.
Το ρεύμα της Γοτθικής Φανταστικής λογοτεχνίας συνέχισε την ανοδική του πορεία, όταν το 1794 εμφανίστηκε το καλύτερο είδος πρώιμης γοτθικής νουβέλας Τα μυστήρια του Ουντόλφο {The Mysteries Of Udolpho} από την Αγγλίδα συγγραφέα Ανν Ράντκλιφ {Ann Radcliffe} ενώ 3 χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1797, ο γνωστός σε όλους μας Γιόχαν Βόλφγκανγκ Φον Γκαίτε {Johann Wolfgang von Goethe} γράφει το ποίημα Η νύφη της Κορίνθου {Die Braut von Korinth}. Το ίδιο έτος ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ {Donatien Alphonse Francois, comte de Sade} δημοσιεύει τα Ζυστίν {Justine} και Ζουλιέτ {Juliette} με έντονο το βαμπιρικό στοιχείο δεμένο άρρηκτα πάντα με τον, γνωστό για τις σαδιστικές του προτιμήσεις, ερωτισμό του Μαρκησίου.
Από τα δίχτυα του Βαμπιρισμού δεν ξέφυγε ούτε ο ρομαντικός ποιητής Σάμιουελ Τέϊλορ Κόλλεριτζ {Samuel Taylor Coleridge} που το 1797 έγραψε το πρώτο μέρος του ποιήματος Κρίσταμπελ {Christabel} και το 1800, το δεύτερο. Το 1801 ο Άγγλος Ρόμπερτ Σάουθεϊ {Robert Southey} εκδίδει το εκπληκτικά μυστηριακό λυρικό ποίημα Θάλαμπα ο Καταστροφέας {Thalaba the Destroyer} ενώ εννέα χρόνια αργότερα ο Τζον Σταγκ {John Stagg} εκδίδει το έργο The Vampyre.
Ο Γκιαούρης {The Giaour} από τον Λόρδο Βύρωνα {George Gordon Noel Byron, 6th Baron Byron} εμφανίζεται το 1813 και έχει έναν αρκετά Ελληνικό χαρακτήρα, μιας και ο Tούρκος καταριέται τον γκιαούρη {Έλληνα} να γίνει βρικόλακας και το πτώμα του να σηκωθεί από τον τάφο. Με αυτό το ποίημα, ο Λόρδος Βύρωνας αποδεικνύει τις γνώσεις που κατείχε για το φαινόμενο των βρικολάκων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. To 1819 κάνει την εμφάνισή του ο Λόρδος Ρούθβεν {Lord Ruthven} ο ήρωας-βαμπίρ του ιατρού Τζον Ουίλλιαμ Πολιντόρι {John William Polidori} στο έργο The Vampyre ~ A Tale, το σημαντικότερο βαμπιρικό έργο του 19ου αιώνα, στο οποίο πρωταγωνιστής είναι ένας ευγενής, γοτθικός σκοτεινός ήρωας, ο Λόρδος Ρούθβεν. Η πλοκή του βιβλίου διαδραματίζεται κυρίως στην Ελλάδα, όπου περιγράφεται ένα μέρος των αληθινών ταξιδιών του Πολιντόρι με τον Λόρδο Βύρωνα. Το ίδιο έτος, ο Τζον Κητς {John Keats} γράφει το ποίημα Η Λάμια {The Lamia} ίσως το πρώτο έργο ψυχικού Βαμπιρισμού, όπου η Λάμια καταβροχθίζει την ζωτική ενέργεια του θύματος, ένα εξαίσιο δείγμα λογοτεχνικού Βαμπιρικού Τρόμου, επηρεασμένο από ένα περιστατικό της βιογραφίας που έγραψε ο Φλάβιος Φιλόστρατος για τον Απολλώνιο Τυανέα.
Ορόσημο στην βαμπιρική λογοτεχνία στάθηκε το έργο της Ελίζαμπεθ Κάρολαϊν Γκρέϋ {Elizabeth Caroline Grey} Η Ερωμένη του Βρυκόλακα {The Vampire Mistress} που γράφτηκε το 1828 και θεωρείται ότι είναι η πρώτη βαμπιρική ιστορία που γράφτηκε και εκδόθηκε ποτέ από γυναίκα.
Το 1830 συνέβη ένα λογοτεχνικό ξεκίνημα που επηρέασε βαθύτατα τις τάσεις των ιστοριών του παράδοξου. Το ξεκίνημα αυτό υλοποιήθηκε στο πρόσωπο του Έντγκαρ Άλαν Πόε {Edgar Allan Poe} που χάρισε στο κοινό εκπληκτικής αξίας δημιουργήματα, κάνοντας πολύ απλά αυτό που κανείς δεν έκανε ή δεν θα μπορούσε να κάνει, καθώς ο Poe αντελήφθη πως η πραγματική λειτουργία του δημιουργικού μυθιστορήματος/ποιήματος είναι να εκφράζει και να ερμηνεύει γεγονότα και καταστάσεις έτσι ακριβώς όπως είναι, δίχως καμία καταπιεστική τάση του ταλέντου. Η αλλόκοτη σύλληψη της Λιγείας {Ligeia} έγινε στα χέρια του Πόε ένας πραγματικός, ζωντανός, πειστικός τρόμος που στοίχειωσε τις νύχτες... όλων όσων την διάβασαν. Το 1835 ο Νικολάϊ Γκογκόλ {Nikolai Gogol} προσφέρει στην Ρωσική λογοτεχνία την βαμπιρική ιστορία Viy, ενώ ο συγγραφέας Θεόφιλος Γκωτιέ {Theophile Gautier} γράφει το 1836 το βαμπιρικό διήγημα Η Νεκρή Ερωμένη {La Morte Amoureuse} ένα εκπληκτικό έργο που αξίζει ίσως όσο κανένα άλλο να διαβαστεί. Ο εξάδελφος του Leo Tolstoi, Αλέξανδρος Τολστόϊ {Count Aleksei Konstantinovich Tolstoi} γράφει το 1833 το έργο Ο Βρικόλακας {Upyr} και δεν σταματάει εκεί, μιας και συνεχίζει να προσφέρει στο κοινό κι άλλα βαμπιρικά έργα, όπως το βιβλίο Η Οικογένεια του Βρικόλακα {The Family of the Vourdalak} κατά το έτος 1847 και έπειτα, το βιβλίο Amena. Το 1845 μέχρι και το 1847 αρχίζει να εκδίδεται σε μορφή φυλλαδίων {αν και σαν βιβλίο εκδόθηκε οριστικά το 1847} το έργο των 800 σελίδων Βάρνευ ο Βρικόλακας {Varney the Vampyre of the Feast of Blood} όπου δύο πέννες ήταν υποψήφιες για την δημιουργία του. Η μία ήταν του Τόμας Πρέσκετ Πρεστ {Thomas Preskett Prest} και η άλλη του Τζέϊμς Μάλκολμ Ράϊμερ {James Malcolm Rymer} που... τελικά, δεν ήταν κανένας από τους δύο ο συγγραφέας, μιας και κανένα από αυτά τα ονόματα δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ ως δημιουργοί του παραπάνω έργου, κατατάσσοντας έτσι τον Βάρνεϋ τον Βρικόλακα στα βιβλία εκείνα που η ταυτότητα του δημιουργού παραμένει πεισματικά άγνωστη μέχρι σήμερα, ενώ το ίδιο το βιβλίο παραμένει κι αυτό με την σειρά του ένα αριστούργημα του Φανταστικού. Το 1855 ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ {Gerard de Nerval} γράφει την Αυρηλία {Aurelia} άλλη μία λογοτεχνική φιγούρα γυναίκας-βαμπίρ, που στοιχειώνει και επιδρά με καταλυτικό τρόπο στον Νερβάλ. Το 1857 ο Κάρολος Μπωντλαίρ {Charles Baudelaire} γράφει την ποιητική συλλογή Τα Άνθη Του Κακού {Les Fleurs Du Mal} όπου έξι ποιήματα λογοκρίνονται και τελικά κόβονται, δύο εκ των οποίων ήταν Ο Βρικόλακας {Le Vampire} και Η Μεταμόρφωση του Βρικόλακα {Les Metamorphoses du Vampire}.
Ο Πολ Φεβάλ {Paul Feval} γράφει τρεις νουβέλες, την Le Chevalier Tenebre {1860}, την La Vampire {1865} και την La Ville Vampire {1874}, ενώ στην ίδια χρονική περίοδο και συγκεκριμένα το 1871, ο Σέρινταν Λε Φανού { Sheridan Le Fanu } κάνει την αρχή γράφοντας μία βαμπιρική ιστορία, την Καρμίλλα {Carmilla} με έντονα σεξουαλικά, λεσβιακά υπονοούμενα που παραπέμπουν ξεκάθαρα στην Κρίσταμπελ του Κόλλεριτζ {1797} . Ο Γκυ Ντε Μωπασάν {Guy de Maupassant} εκδίδει το 1887 το εκπληκτικά σκοτεινό La Horla, ενώ το διήγημα Ύαινες {Hyenas} του Ε.Τ.Α. Χόφμαν {E.T.A Hoffman} είναι διάχυτο από μία αισθησιακή ατμόσφαιρα στην οποία εμφανίζεται με άκρως ερωτικό και μοιραίο τρόπο η γυναίκα-βαμπίρ.
Και φτάνουμε στο έτος 1897, όπου ο Μπραμ Στόκερ {Bram Stoker} εκδίδει το αριστουργηματικό Δράκουλας {Dracula} που είμαι βέβαιη ότι δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω σύσταση. Την ίδια χρονιά, ο Ράντγιαρντ Κίππλινγκ {Rudyard Kipling} γράφει το ποίημα The Vampire, όπου παρουσιάζει την μοιραία γυναίκα-βαμπίρ, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Τζον Κητς το 1819 και ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν.
Και κάπου εδώ θα σταματήσω την περιγραφή των βαμπιρικών έργων, όχι επειδή δεν υπάρχουν άλλα, μα γιατί αν συνεχίσω να αναφέρω έστω και περιληπτικά από μία μικρή κριτική για όλα τα υπόλοιπα, σίγουρα θα χρειαστώ πολλές ακόμα σελίδες.
Από αυτή λοιπόν την μικρή και σίγουρα ενδεικτική περιγραφή λογοτεχνικών έργων, αποδεικνύεται ότι ο Βαμπιρισμός όχι μόνο παράγει Λογοτεχνία, αλλά ανήκει και στα παλαιότερα είδη της, όπου ποιητές και συγγραφείς χάρισαν εκπληκτικά αριστουργήματα στο κοινό, η μαγεία των οποίων άντεξε μέχρι την σημερινή, σύγχρονη εποχή μας.

Edvard Munch~Vampire~1893
Η Λογοτεχνία του Φανταστικού λοιπόν δεν είναι μία τετριμμένη υποκουλτούρα χαμηλού επιπέδου που προσβάλλει τον ακαδημαϊσμό. Είναι από μόνη της μία υπέροχη Κουλτούρα, στα νερά της οποίας είχα την τύχη να βουτήξω από μικρή ηλικία. Η Λογοτεχνία του Φανταστικού υποκρύπτει σημαντικά πράγματα στο βάθος και ο αναγνώστης {ή ο εκάστοτε καλοπροαίρετος ή κακεντρεχής κριτής} πρέπει να έχει την απαραίτητη εξυπνάδα να ανιχνεύσει την αληθινή της φύση. Να σκάψει το υποσυνείδητό του και να αντιληφθεί ότι ο Βαμπιρισμός δεν είναι ένα απλό δάγκωμα του λαιμού-αλήθεια, τί επιδερμική περιγραφή για ένα τόσο εξαίσιο Λογοτεχνικό είδος-αλλά στην ουσία κρύβει μία υπολανθάνουσα ερωτική κατάσταση, κρυμμένη βαθιά κάτω από τα παλαιά ένστικτά μας, που περιμένει υπομονετικά να αναδυθεί και να της δώσουμε την πρέπουσα σημασία.
Οι δημιουργοί της Φανταστικής Λογοτεχνίας σαφώς και εκτίθενται στις κριτικές, όπως κι εγώ με την σειρά μου και είναι πάντα εις γνώσιν μου, όμως κανένας δεν μπορεί να υποστηρίζει πλέον με σοβαρά επιχειρήματα ότι ο Βαμπιρισμός και γενικά το Φανταστικό, δεν παράγει Λογοτεχνία.
Αποδείχτηκε ότι ισχύει το αντίθετο και μάλιστα, μέσα από μία σύντομη ιστορική αναδρομή, όπου κορυφαίοι συγγραφείς και ποιητές, μαγεύτηκαν από το Φανταστικό και δημιούργησαν έργα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται κλασσικά και αξεπέραστα, μιας και το Φανταστικό επιζώντας από τις αιχμηρές, κοροϊδευτικές και διαχρονικές πάντα βολές στείρων μυαλών, αναπτύχθηκε και έφτασε σε αξιοσημείωτα ύψη αριστουργηματικής τελειότητας.


Η γοητεία του μακάβριου είναι γενικά περιορισμένη,
γιατί απαιτεί από τον αναγνώστη έναν ορισμένο βαθμό φαντασίας.


έλεγε ο μεγάλος δημιουργός του Φανταστικού Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ. Κι αν υπάρχει έλλειψη φαντασίας, συμπληρώνω με την σειρά μου, τότε είναι πολύ εύκολο να μην γίνει αντιληπτή η παγίδα. Οποιαδήποτε κριτική όμως και να εκσφενδονιστεί ενάντια στην Λογοτεχνία του Φανταστικού και κατά συνέπεια και του Βαμπιρισμού μιας και αποτελεί σημαντικό παρακλάδι του Κοσμικού Τρόμου όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος μου δημιουργός Λάβκραφτ, θα πέσει πολύ απλά στο κενό. Τείνω να πιστεύω ότι τέτοιου είδους φαρμακερά ξεσπάσματα κριτικής προκατάληψης και αμάθειας, προέρχονται από ανθρώπους στερημένους από κάθε φαντασία, όπου εγκλωβισμένοι καθώς είναι στην καθημερινή ρουτίνα, αρέσκονται σε μία πιο ανάλαφρη θεωρία ή και στάση ζωής, για την οποία και δεν τους κατηγορώ μιας και δεν θέλω να μου προσάπτουν κι εμένα με την σειρά τους κατηγορίες επειδή διαβάζω και μελετώ το Φανταστικό τόσα χρόνια, απορρίπτοντας με κακεντρεχή σχόλια τις περισσότερες φορές ένα εξαίσιο λογοτεχνικό είδος, γιατί πολύ απλά, δεν καταλαβαίνουν τί εστί Φαντασία, μιας και ίσως να στερούνται αυτής.
Ο Βαμπιρισμός λοιπόν όχι μόνο παράγει Λογοτεχνία, αλλά συνεχίζει να γνωρίζει μεγάλη διάδοση ενώ παράλληλα η επιρροή του παραμένει σταθερά αμείωτη, μιας και επιμένει να την στοιχειώνει αφήνοντας επάνω της ανεξίτηλα σημάδια, όπως ακριβώς ο ίδιος ο βρικόλακας στοιχειώνει το θύμα του και το σημαδεύει με τα μακριά, μυτερά του δόντια... χαρίζοντας και στις δύο περιπτώσεις, την Αθανασία.
Και μην ξεχνάμε άλλωστε, πως είναι πράγματι εκπληκτικό το γεγονός πως ο Βαμπιρισμός όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε {η στιγμή μίας μικρής αποκάλυψης έφτασε: το πρώτο Βαμπιρικό βιβλίο που διάβασα το 1987/1988 ήταν από την σειρά Ο Μικρός Βρικόλακας της Angela Sommer Bodenburg και συνεχίζω ακάθεκτα από τότε} αλλά εξελίχθηκε τόσο πολύ, που πλέον μιλάμε όχι μόνο για βιβλία, αλλά και για κινηματογραφικές ταινίες, σειρές, τηλεταινίες, θεατρικά έργα, πίνακες, κόμικς, R.P.G. υπολογιστών {Role Playing Games} περιοδικά κ.λπ..
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το συγκλονιστικό ποίημα του Έλληνα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ''Ο Βρικόλακας ή Θανάσης Βάγιας''. Δεν θέλησα να μεταφέρω το δημοτικό τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, καθώς πιστεύω ότι το ποίημα του Βαλαωρίτη είναι λιγότερο γνωστό στο κοινό, αλλά και γιατί υπάρχει ήδη μία εκπληκτικά πρωτότυπη μυθιστορηματική μεταφορά του δημοτικού άσματος από τον αξιόλογο συγγραφέα Φώτη Κατσιμπούρη {πατώντας εδώ μεταφέρεστε στην σελίδα του βιβλίου στο Facebook}. Ο Φώτης Κατσιμπούρης πρωτοτύπησε και το 2011 κι από τις Εκδόσεις Ωκεανός χάρισε στο κοινό το εξαιρετικό βιβλίο Ο Όρκος καταφέρνοντας έτσι, να μπει στο πάνθεον των δημιουργών εκείνων που η Μούσα τους προσφέρει απλόχερα την εύνοια της με τον πιο επιτυχημένο τρόπο}.
Μετά τον Θανάση Βάγια, ακολουθεί μία λίστα με τα σημαντικότερα διηγήματα και ποιήματα της Βαμπιρικής Λογοτεχνίας που θεωρώ πως είναι πραγματικοί φάροι στον απέραντο ωκεανό της λογοτεχνίας του Φανταστικού.


Δ'Ο Βρικόλακας
-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;


Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

Πες μου πούθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τ' ήλθες να δεις";

Ε'-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού έστεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει"-.

Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

-"Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι"-.

Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

Πετάμε, τρέχουμε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλνάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α"-.
Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.

Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
-"Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή"-.
Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.

Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".

ΣΤ'
-"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".

-"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".

-"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".

-"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".

-"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομμάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ' την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".

-"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
-"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α !"-


{Ο Θανάσης Βάγιας ήταν εκείνος που πρόδωσε το Γαρδίκι στον Αλή Πασά}.

Για να διαβάσετε ολόκληρο το ποιήμα πατήστε Ο Βρικόλακας {Θανάσης Βάγιας}


ΜΙΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΜΙΚΡΗ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΩΝ ΒΑΜΠΙΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ

{πατώντας πάνω στον σύνδεσμο, όπου αυτός υπάρχει, βυθιστείτε ελεύθερα στον κόσμο τους}

Etienn Csok ~Vampires ~ 1907
1748 ~ Der Vampir ~ Heinrich August Ossenfelder
* 1763 ~ The Castle Of Otranto ~ Horace Walpole
* 1773 ~ Lenore ~ Gottfried August Burger
* 1794 ~ The Mysteries Of Udolpho ~ Ann Radcliffe
1797 ~ Die Braut von Korinth ~ Johann Wolfgang von Goethe
1797 ~ Juliette και Justine ~ Donatien Alphonse Francois, comte de Sade
1797 ~ Christabel ~ Samuel Taylor Coleridge ~ μέρος πρώτο
1800 ~ Christabel ~ Samuel Taylor Coleridge ~ μέρος δεύτερο
1800 ~ Wake not the Dead ~ Johann Ludwig Tieck
1801 ~ Thalaba the Destroyer ~ Robert Southey
1805 ~ The Marquise of 0 ~ Heinrich von Kleist {Γερμ.}1810 ~ The Vampyre ~ John Stagg* 1813 ~ The Giaour ~ George Gordon Noel Byron, 6th Baron Byron
* 1818/1821 ~ The Serapion Brethren ~ E.T.A Hofmann
* 1819 ~ The Vampyre ~ A Tale ~ John William Polidori
1819 ~ La Belle Fame Sans Merci ~ John Keats
* 1820 ~ The Lamia ~ John Keats
1820 ~ Lord Rut iven ou Les Vampires ~ Cyprien Berard {Γαλλ.}1820 ~ Smarra ~ Charles Nodier {Γαλλ.}
1827 ~ La Guzla ~ Prosper Merimee {Γαλλ.}1828 ~ The Vampire Mistress ~ Elizabeth Caroline Grey
1833 ~ The Vampire Bride ~ Henry Liddell
1833 ~ Upyr ~ Count Aleksei Konstantinovich Tolstoi
1835 ~ Viy ~ Nikolai Gogol
1836 ~ La Morte Amoureuse ~ Theophile Gautier
* 1838 ~ Ligeia ~Edgar Allan Poe
1845 ~ The Vampyre ~ James Clerk Maxwell
* 1845/1847 ~ Varney the Vampyre or The Feast of Blood ~ James Malcolm Rymer ή Thomas Peckett Prest1847 ~ The Family of the Vourdalak ~ Count Aleksei Konstantinovich Tolstoi
1848 ~ The Pale-Faced Lady ~ Alexandre Dumas
1855 ~ Aurelia ~ Gerard de Nerval
1857 ~ Le Vampire {Les Fleurs Du Mal} ~ Charles Baudelaire
1857 ~ Les Metamorphoses du Vampire {Les Fleurs Du Mal} ~ Charles Baudelaire
* 1860 ~ The Mysterious Stranger ~ Anonymous
1860 ~ Le Chevalier Tenebre {Knightshade} ~ Paul Feval
1865 ~ Le Vampire {The Vampire Countess} ~ Paul Feval {Γαλλ.}
1870 ~ Vikram and the Vampire ~ Sir Richard Burton
* 1871 ~ Carmilla ~ Sheridan Le Fanu
1874 ~ La Ville Vampire {Vampire City} by Paul Feval
1876 ~ Strigoii ~ Mihai Eminescu
1880 ~ After Ninety Years ~ Milovan Glisic
1880 ~ The Fate of Madame Cabanel ~ Eliza Lynn Linton
1881 ~ The Man-Eating Tree ~ Phil Robinson
1882 ~ Clara Militch ~ Ivan Turgenev
1884 ~ Manor ~ Karl Heinrich Ulrichs {Γερμ.}
1887 ~ La Horla ~ Guy de Maupassant
* 1891 ~ The Parasite ~ Sir Arthur Conan Doyl
1894 ~ The True Story of the Vampire ~ Count Stanislaus Eric Stenbock
1895 ~ Lilith ~ George MacDonald
* 1897 ~ Dracula ~ Bram Stoker
1897 ~ The Vampire ~ Rudyard Kipling
1900 ~ The Tomb of Sara ~ F.G.Loring
1904 ~ Count Magnus ~ M.R. James
1907 ~ The House of the Vampire ~ George Sylvester Viereck* 1911 ~ The Lair of the White Worm ~ Bram Stoker
1911 ~ For the Blood is the Life ~ F. Marion Crawford
1911 ~ Wampir {The Vampire} ~ Wladyslaw Reymont
1911 ~ Alraune ~ Hans Heinz Ewers
* 1912 ~ The Transfer ~ Algernon Blackwood
1912 ~ The Room in the Tower ~ E.F. Benson
1923 ~ Negotium Perambulans ~ E.F. Benson
1925 ~ Four Wooden Stakes ~ Victor Rowan
1927 ~ Bewitched ~ Edith Wharton
1931 ~ The Dark Castle ~ Marion Brandon
1933 ~ Revelations in Black ~ Carl Jacobi1933 ~ Shambleau ~ C.L. Moore
* 1939 ~ The Cloak ~ Robert Bloch
1941 ~ Over the River ~ P. Schuyler Miller
1946 ~ There were no Asper Ladies ~ Eugene Ascher.
* 1949 ~ The Girl with the Hungry Eyes ~ Fritz Leiber.
* 1954 ~ I Am Legend by Richard Matheson
* 1957 ~ The Living Dead ~ Robert Bloch
1960 ~ The Longest Night ~Ray Russell
1961 ~ Some of Your Blood ~ Theodore Sturgeon
1972 ~ The Dracula Archives ~ Raymond Rudorff
1973 ~ Pages from a Young Girl's Journal ~ Robert Aickman
1974 ~ An Enquiry into the Existence of Vampires ~ Mark Lovell
* 1975 ~ Salem's Lot ~ Stephen King
1975 ~ The Dracula Tape ~ Fred Saberhagen
* 1976 ~ Interview with the Vampire ~ Ann Rice
1977 ~Bloodright ~ Peter Tremayne
1978 ~ Hotel Transylvania ~ Chelsea QuinnYarbro
1980 ~ The Vampire Tapestry ~ Suzy McKee Charnas
1980 ~ Sabella ή the Bloodstone ~ Tanith Lee
1981 ~ Vampyr ~ Jan Jennings
1981 ~ The Keep ~ F. Paul Wilson
1981 ~ They Thirst ~ Robert McCammon
1981 ~ The Hunger ~ Whitley Strieber
1981 ~ Vampires of Nightworld ~ David Bischoff
1982 ~ Castle Dubrava ~ Yuri Kapralov
1982 ~ The Curse of the Vampire ~ Karl Alexander
1982 ~ The Delicate Dependency ~ Michael Talbot
1982 ~ Darkangel ~ Meredith Ann Pierce
1983 ~ The Dragon Waiting ~ John M. Ford
1984 ~ I, Vampire ~ Jody Scott
1984 ~ Vampire Junction ~ S. P. Somtow
* 1985 ~ The Vampire Lestat ~ Ann Rice
* 1988 ~The Queen of the Damned ~ Ann Rice
1986 ~ The Light at the End ~ John Skipp και Craig Spector
1987 ~ How Dear the Dawn ~ Mark Eliot
1987 ~ My Lover, My Cousin, My Vampire ~ Summermist Steeligian
1988 ~ The Penguin Book of Vampire Stories ~ επιμέλεια Alan Ryan
1988 ~ Those Who hunt the Night {UK title: Immortal Blood} ~ Barbara Hambly
1989 ~ The Stress of Her Regard ~ Tim Powers
1990 ~ Vampires ~ John Steakley
1990 ~ Out of the House of Life ~ Chelsea Quinn Yarbro
1991 ~ The Silver Kiss ~ Annette Curtis Klause
1991 ~ The Gilda Stories ~ Jewelle Gomez
1991 ~ Vampire of the Mists ~ Christie Golden
1991 ~ Knight of the Black Rose ~ James Lowder
* 1992 ~ Blood Brothers / Vampire World / Necroscope Series ~ Brian Lumley
1992 ~ Lost Souls ~ Poppy Z. Brite
1992 ~ The Tale of the Body Thief ~ Ann Rice
* 1993 ~ The Last Aerie / Vampire World / Necroscope Series ~ Brian Lumley
1993 ~ Suckers ~ Anne Billson
1993 ~ Darkness on the Ice ~ Lois Tilton
1993 ~ Daughters of Darkness ~ επιμέλεια Pam Keesey
1993 ~ I, Strahd, Memories of the Vampire και I, Strahd, the War with Azalin ~ P.N. Elrod
* 1994 ~ Bloodwars / Vampire World / Necroscope Series ~ Brian Lumley
1995 ~ The Night Inside ~ Nancy Baker
1995 ~ Travelling with the Dead ~ Barbara Hambly
1996 ~ The Hunger and Ecstasy of Vampires ~ Brian Stableford
1996 ~ The Kiss ~ Kathryn Reines
1997 ~ Dracula the Undead ~ Freda Warrington ~ sequel στον Δράκουλα του Bram Stoker
1998 ~ Carpe Jugulum ~ Terry Pratchett
1999 ~ Cowboy and The Vampire: A Very Unusual Romance ~ Clark Hays
2002 ~ Dead Until Dark ~ Charlaine Harris
2003 ~ Sunshine ~ Robin McKinley
2004 ~ What Big Teeth You Have: A Vampire Tale ~ Jimmy Autrey
2004 ~ Let the Right One In {στα Σουηδικά Låt Den Rätte Komma In} ~ John Ajvide Lindqvist Μετάφραση στα Αγγλικά το 2007
2005 ~ The Historian ~ Elizabeth Kostova
2005 ~ Fledgling ~ Octavia Butler
2005/2008 ~ Twilight Saga ~ Stephenie Meyer
2006 ~ Renfield: Slave of Dracula ~ Barbara Hambly
206 ~ The Nymphos of Rocky Flats ~ Mario Acevedo
2006 ~ Morrigan's Cross, Dance of the Gods και Valley of Silence {The Circle Trilogy} ~ Nora Roberts
2006 ~ Empire V (στα Ρώσικα Ампир , ακρώνυμο της λέξεως βαμπίρ) ~ Victor Pelevin
2007 ~ Fangland ~ John Marks
2007 ~ Asetian Bible ~ Luis Marques
2008 ~ The Year of Disappearances ~ Susan Hubbard
2009 ~ Twelve ~ Jasper Kent
2009 ~ A Sigh for Life's Completion ~ Sara Kuhns
* 2009 ~ Dracula the Undead ~ Dacre Stoker και Ian Holt
2010 ~ Blood Hunger ~ A. M. Esmonde
2010 ~ Blood Oath ~ Christopher Farnsworth
2010 ~ Blood and Sunlight: A Maryland Vampire Story ~ Jamie Wasserman
2011 ~ Modern Marvels - Viktoriana ~ Wayne Reinagel


Βιβλιογραφία που με βοήθησε :
1. Όλα τα προαναφερόμενα έργα των συγγραφέων και ποιητών που ξεκινούν με αστερίσκο.
2. Montague Summers ~ The Vampire, His Kith and Kin {1928}
3. Howard Phillips Lovecraft ~ Ο Υπερφυσικός Τρόμος στην Λογοτεχνία {1933}

4. Theresa Bane ~ Vampire Mythology {1969}
5. Matthew Bunson ~ The Vampire Encyclopedia {1993}
6. Rosemary Ellen Guiley ~The Encyclopedia of Vampires, Werewolves and Monsters {2005}
7. Dr. Bob Curran ~ Encyclopedia of the Undead {2006}
8. J. Gordon Melton PHD ~ The Vampire Book {2011}




© 2012 Κωνσταντίνα Λαψάτη






12.3.12

'' Αγάπες Που Έσβησαν '' από την Αναστασία Βασιλάκου



Λίγα λόγια για την Αναστασία...
Είμαι βέβαιη πως διαβάζοντας το διήγημα της Αναστασίας Βασιλάκου για τις τελευταίες στιγμές της Πηνελόπης Δέλτα, θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι η Αναστασία έχει έναν μοναδικό τρόπο γραφής που προσωπικά - μιας και έχω την τιμή, την ευτυχία αλλά και την τύχη να έχω διαβάσει και άλλα δείγματά της - κατατάσσω στο είδος εκείνο της γραφής που αποκαλώ ένα πανέμορφο, νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν.

Μία γραφή περασμένων εποχών,

ανόθευτη και αυθεντική,

που σπάνια πια συναντάμε στην εποχή μας.


Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό...
Γιατί πολύ απλά η Αναστασία είναι μία δημιουργός που όταν γράφει, γράφει με την πέννα της ψυχής της. Και η ψυχή της είναι το ίδιο ανόθευτη και αυθεντική. Με ήθος.
Διαβάζοντας τα διηγήματά της ξέρω πως θα παρασυρθώ και θα φτάσω τελικά εκεί ακριβώς που η ίδια θέλει να με πάει.
Και τολμώ να ομολογήσω ότι διαβάζοντας την Αναστασία, πάντα φέρνω στο μυαλό μου την ανάμνηση ενός δροσερού καλοκαιριού
{ εκείνα τα χρόνια τα καλοκαίρια ήταν απολαυστικά δροσερά } όπου παιδάκι του Δημοτικού καθώς ήμουν, ξάπλωνα τα μεσημέρια έξω στην βεράντα έχοντας στα χέρια μου το βιβλίο της Λιλίκας Νάκου Οι Παραστρατημένοι.

Ιδιαίτερη ανάμνηση, μοναδική...
Αυτό ακριβώς κάνει η Αναστασία.
Μου δημιουργεί συναισθήματα που με φέρνουν πίσω στο παρελθόν,
σε στιγμές τόσο μοναδικές και πολύτιμες,τόσο αθώες και αγνές,τόσο όμορφες και δροσερές...
και θέλει πραγματικό ταλέντο για να το κάνεις αυτό, δεν νομίζετε;
Οι περισσότεροι μπορούν να γράψουν.
Κάποιοι καταφέρνουν να σε παίρνουν μαζί τους. Λίγοι όμως τα πετυχαίνουν όλα αυτά, ταυτόχρονα με το να σε κάνουν να ζήσεις ξανά τις ομορφότερες στιγμές της ζωής σου. Και θέλει πραγματικό ταλέντο για να το κάνεις αυτό.

Και τώρα πια, δεν θέτω καμία ερώτηση. Τώρα μόνο διαπιστώνω.


Σημ. Νατάσσα μου γλυκιά, έγραψα αυτές τις λίγες λέξεις, ακούγοντας τα υπέροχα τραγούδια από το ιστολόγιό σου.
Επίσης, αναρτώ και την ίδια ακριβώς εικόνα που ανέρτησες κι εσύ, καθώς δεν ήθελα να χαλάσω την μαγική ατμόσφαιρα που δημιούργησες.

Ακολουθεί το διήγημα Αγάπες Που Έσβησαν, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό Περιοδικό αντί χ λόγου.
Εδώ, μπορείτε να το διαβάσετε και από το προσωπικό ιστολόγιο της Αναστασίας,
ενώ πατώντας
εδώ θα μεταφερθείτε στο Λογοτεχνικό Περιοδικό αντί χ λόγου.


Κηφισιά, 27 Απριλίου 1941

Δεν ήθελε να ξημερώσει εκείνο το πρωινό. Όχι, δεν ήθελε. Μακάρι να μπορούσε να σταματήσει για πάντα το χρόνο και να έμενε αιώνια κοιμισμένη στο μικρό της κρεβάτι δίχως να αναγκαστεί ποτέ να βιώσει τον ερχομό εκείνης της μαύρης Κυριακής, δίχως να νιώσει ποτέ την ταπείνωση που από ώρα σε ώρα, από λεπτό σε λεπτό θα βίωνε η έρημη πόλη της Αθήνας. Ωστόσο οι λαμπερές ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου είχαν αντίθετη γνώμη. Είχαν ήδη προλάβει να διαπεράσουν την κεντητή της κουρτίνα και είχαν έρθει να καρφωθούν στο γερασμένο της πρόσωπο υποχρεώνοντάς την να ανοίξει τα μάτια της και να αντικρίσει τον ερχομό της καινούργιας μέρας που μόλις είχε γεννηθεί. Το πρωινό φως πλημμύριζε τώρα το δωμάτιο της και βρισκόταν εκεί για να της υπενθυμίσει πως δυστυχώς, όχι μόνο για εκείνη, είχε τελικά ξημερώσει…

Σε λίγες ώρες οι Γερμανοί θα έμπαιναν στην Αθήνα. Οι χιτλερικές μοτοσικλέτες θα περνούσαν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της, θα κατηφόριζαν την Κηφισίας, θα περνούσαν μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, θα συνέχιζαν στην λεωφόρο Αμαλίας και την Διονυσίου Αρεοπαγίτου και θα έφταναν στην Ακρόπολη. Εκεί, πάνω στον Ιερό Βράχο, αφού θα υπέστελλαν την γαλανόλευκη σημαία, θα ύψωναν εκείνη που πάνω της ήταν χαραγμένο το σύμβολο της Ναζιστικής Γερμανίας, τη σημαία με τον δεξιόστροφο αγκυλωτό σταυρό, τη σβάστικα. Κι από εκείνη τη στιγμή η Αθήνα θα έπαυε πια να είναι Ελληνική, να είναι ελεύθερη… Και μόνο στην ιδέα ένιωσε να ανατριχιάζει. Αισθάνθηκε ένα ρίγος να διαπερνάει όλο της το σώμα από άκρη σε άκρη , ακόμα και τα ασθενικά της άκρα, που χρόνια τώρα είχαν σχεδόν παραλύσει από την αρρώστια που την ταλαιπωρούσε. Έκλεισε και πάλι τα μάτια της προσπαθώντας να φανεί δυνατή και να μην κλάψει, ενώ παράλληλα θυμήθηκε τα λόγια που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε γράψει στο ημερολόγιό της:
« Είχα ονειρευτεί μια Ελλάδα ελεύθερη, δημοκρατική και ανεξάρτητη…»
Τελικά εκείνο της το όνειρο δεν είχε σκοπό να πραγματοποιηθεί σύντομα. Πάντα κάποιος θα ερχόταν να καταχραστεί εκείνη την ελευθερία, να σφετεριστεί τη δημοκρατία και να κλέψει την ανεξαρτησία αυτής της βασανισμένης χώρας. Ανασηκώθηκε νωχελικά στο κρεβάτι της και άπλωσε με δυσκολία το ένα της χέρι στο κομοδίνο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Έβγαλε από το συρτάρι το ημερολόγιό της και το ακούμπησε στα πόδια της για να γράψει. Ίσως για τελευταία φορά…
Καθώς γύριζε τις γεμάτες εξομολογήσεις σελίδες του τα μάτια της έπεσαν πάνω σε εκείνα που είχε γράψει μόλις την προηγούμενη μέρα:
«Αύριο ίσως μπουν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Τηλεφώνησε ο αδελφός μου πως είναι ασφαλέστερο να κατεβούμε σπίτι του, γιατί είναι άγνωστο από πού θα μπουν. Του αποκρίθηκα ότι θα μείνουμε σπίτι μας. Είναι ώρα τώρα να μιλάμε για ασφάλεια, όταν η Αθήνα θα έπρεπε να γίνει ολοκαύτωμα και να καταπιεί χιλιάδες Γερμανούς κάτω από τα ερείπιά της… Τι δύναμη που σου δίνει η γνώση πως έχεις λίγο θάνατο φυλαγμένο στην τσέπη…».
Κοίταξε τα γράμματα της που πάνω στην ασχήμια τους αποτυπωνόταν η δυσκολία της να γράφει και ένα μελαγχολικό, σχεδόν απεγνωσμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα ξεραμένα της χείλη.
Ούτε να γράψω δε μπορώ πια… Τι την θέλω τέτοια ζωή; σκέφτηκε με παράπονο μέσα της και κράτησε ακόμη πιο σφιχτά το στυλό, αποφασισμένη να κάνει μια καλύτερη προσπάθεια αυτή τη φορά. Στην αρχή ζόρισε το ένα της χέρι, στη συνέχεια όμως, βλέποντας πως της ήταν αδύνατον, το έσφιξε και με τις δυο της παλάμες για να μπορέσει τελικά να γράψει. Σκέφτηκε για λίγο αυτά που θα αποτύπωνε στην καθαρή σελίδα του ημερολογίου της και ένιωσε ένα δυνατό πόνο να της τρυπάει την καρδιά, σαν σουβλιά. Ποτέ της δε πίστευε ότι θα έφτανε η ώρα να αναγκαστεί να γράψει κάτι τέτοιο. Όχι, δε μπορεί να ήταν αλήθεια. Δε δεχόταν να πιστέψει ότι είναι αλήθεια. Μάλλον έβλεπε κάποιο κακό όνειρο, κάποιον εφιάλτη. Κι από λεπτό σε λεπτό θα ξυπνούσε. Μακάρι να ξυπνούσε…
Άρχισε να γράφει αργά και βασανιστικά πλημμυρισμένη από πόνο, όχι μόνο επειδή έχανε σιγά σιγά τη δύναμη της να γράφει, όχι μόνο επειδή έχανε αυτόν τον μεγάλο της έρωτα, αλλά επειδή έχανε και την πατρίδα της, ακόμη έναν έρωτα τρανό για εκείνη. Πόσους έρωτες θα χάσω ακόμα; Έμεινε άραγε κανείς; συλλογίστηκε καθώς γέμιζε την λευκή σελίδα με μαύρα σημάδια:
«Οι Γερμανοί μπαίνουν στας Αθήνας. Καημένη Ελλάδα! Καημένη Ρωμιοσύνη!»
Καημένη ναι. Και ποιος ξέρει τι άλλο θα ερχόταν ακόμα μετά από εκείνο το πρωινό; Ποιος ξέρει τι άλλο κακό θα ξημέρωνε τις επόμενες μέρες; Όχι! Δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να αντικρίσει ούτε έναν Γερμανό στρατιώτη. Δεν ήταν διατεθειμένη να ζήσει ούτε μια μέρα αυτής της Κατοχής, αυτής της δυστυχίας, του τρόμου και της απόγνωσης, αισθήματα που έρχονταν να ριζωθούν στις καρδιές των Ελλήνων και να τους αποτελειώσουν. Καλύτερα να αποτελείωνε η ίδια τον εαυτό της μια ώρα αρχύτερα. Τον Γερμανό πάντως, δε θα τον άφηνε…
Άφησε παράμερα το ημερολόγιο και προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι της αφού πρώτα τυλίχτηκε στη μεταξωτή της ρόμπα. Έκανε απλώς ένα βήμα, ίσα που να φτάσει απέναντι στην μπαλκονόπορτα και να ανοίξει τα παραθύρια της, κι ύστερα σωριάστηκε στη βελούδινη πολυθρόνα κοιτάζοντας τον ολάνθιστο κήπο που γέμιζε την ατμόσφαιρα με χρώματα και ευωδιές. Έμεινε εκεί κάμποση ώρα ακίνητη, στην αγαπημένη της γωνιά, να κοιτάζει ζαλισμένη από τον ήλιο το μεγάλο δέντρο που βασίλευε στον καταπράσινο κήπο, χαμένη στην άβυσσο των αναμνήσεών της.
Δίπλα της ακριβώς, τοποθετημένο πάνω σε ένα μικρό σκαλιστό τραπεζάκι βρισκόταν το ραδιόφωνο της. Πόσο το είχε μισήσει εκείνες τις μέρες αυτό το μαραφέτι. Από αυτό μάθαινε τις κινήσεις των Γερμανών που μέρα με την ημέρα εισέβαλλαν όλο και πιο βαθιά στην Ελλάδα. Που μέρα με την ημέρα πλησίαζαν όλο και πιο απειλητικά προς το μέρος της. Το μισούσε γιατί τον τελευταίο καιρό είχε μετατραπεί σε μαντατοφόρος αποκλειστικά θλιβερών ειδήσεων. Ειδήσεων και γεγονότων που θα σημάδευαν για πάντα την ιστορία τούτου του άμοιρου λαού. Μόλις το προηγούμενο βράδυ, κι ενώ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός παρέμενε ποιος ξέρει για πόσες ακόμα ώρες ελληνικός, είχε ακούσει :
«Ακούτε τη φωνή της Ελλάδας. Έλληνες, σταθείτε αποφασισμένοι, περήφανοι και αξιοπρεπείς. Πρέπει να φανείτε αντάξιοι της ιστορίας σας. Η ανδρεία και η νίκη του στρατού μας έχει ήδη αναγνωριστεί. Το δίκαιο του σκοπού μας θα αναγνωριστεί και αυτό. Κάναμε το καθήκον μας με εντιμότητα. Φίλοι! Έχετε την Ελλάδα στην καρδιά σας, ζήστε εμπνευσμένοι από τη φλόγα του τελευταίου θριάμβου της και τη δόξα του στρατού μας. Η Ελλάδα θα ζήσει ξανά και θα είναι σπουδαία, γιατί πολέμησε έντιμα για ένα δίκαιο σκοπό και για την ελευθερία. Αδέλφια! Να έχετε κουράγιο και υπομονή. Να έχετε δύναμη ψυχής. Θα ξεπεράσουμε αυτές τις δυσκολίες. Έλληνες! Με την Ελλάδα στο μυαλό σας θα πρέπει να είστε περήφανοι και αξιοπρεπείς. Υπήρξαμε ένα έντιμο έθνος και γενναίοι στρατιώτες.»
Η φωνή του εκφωνητή αντηχούσε ακόμα στα αυτιά της. Γεμάτη ένταση, γεμάτη προτροπή να μη χαθεί ποτέ το θάρρος από τις ψυχές των Ελλήνων. Μα πώς να έχεις θάρρος όταν ξέρεις πως σε λίγες ώρες ίσως να κείτεσαι νεκρός, θαμμένος κάτω από τα ερείπια που ίσως προκαλέσουν πιθανοί γερμανικοί βομβαρδισμοί; Πώς να έχεις θάρρος όταν ξέρεις πως λίγες ώρες μετά ίσως να πέφτεις νεκρός από τα πυρά κάποιου οπλισμένου Γερμανού στρατιώτη; Το θάρρος δεν είχε απομείνει σε κανενός την ψυχή πια. Κανείς δε θα αντιστεκόταν. Κανείς δε θα έφερνε αντίσταση. Από χθες το απόγευμα όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους κι είχαν ασφαλίσει καλά τα παραθυρόφυλλά τους, βυθισμένοι στο σκοτάδι για να μην μαρτυρούν την παρουσία τους εκεί. Πολλοί είχαν τρέξει να προστατευτούν σε κάποιο καταφύγιο, κυρίως γυναικόπαιδα που οι άντρες του σπιτιού τους είχαν χαθεί στον πόλεμο. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στο κέντρο της πόλης. Είχε μείνει έρημη, αδειανή και παντού βασίλευε μια νεκρική σιωπή, τόσο έντονη που αν άνοιγες καλά τα αυτιά σου, ίσως και να μπορούσες να την ακούσεις. Η πόλη των Αθηνών ήταν προδιαγεγραμμένο, θα δινόταν ανοχύρωτη και αμαχητί.
Κάπου μακριά σαν να άκουσε τον απόηχο των ναζιστικών μοτοσικλετών που διέσχιζαν εκείνη την ώρα τη μεγάλη λεωφόρο για να κατευθυνθούν προς το Σύνταγμα. Πίσω τους ακριβώς ακολουθούσαν τα τεθωρακισμένα οχήματα με τις ερπύστριες τους να μαστιγώνουν βίαια τον ερημωμένο δρόμο της Κηφισίας. Ήταν ακριβώς εκείνη την ώρα που κάτω από αυτές τις ερπύστριες τσακίζονταν και χάνονταν τα μεγαλύτερα ανθρώπινα ιδανικά, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ανεξαρτησία και τα όνειρα του ελληνικού λαού. Ήταν ακριβώς εκείνη την ώρα που το όνειρό της για μια ελεύθερη Ελλάδα γινόταν χίλια κομμάτια κάτω από τις ερπύστριες των σιδηρόφρακτων στρατιωτικών μονάδων του κατακτητή. Ο ήχος που άφηναν πίσω τους τα μηχανοκίνητα τροχοφόρα την έκαναν να αναριγήσει. Προς στιγμήν ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις της, τα λογικά της. Σταμάτησε να σαλεύει κι έμεινε ακίνητη, σχεδόν σαν υπνωτισμένη να ακούει εκείνη τη φρικιαστική βουή. Μες στη σιωπή που απλωνόταν ολόγυρα της, εκείνος ο ήχος έμοιαζε να γίνεται ένα με την σπαραχτική φωνή της ψυχής της που ούρλιαζε γεμάτη απόγνωση για την αδικία που βίωνε ακόμη μια φορά η λατρεμένη της πατρίδα.
Όταν λίγα δευτερόλεπτα μετά κατάφερε να συνέλθει, έγειρε τα παραθυρόφυλλα να κλείσουν και στη συνέχεια άναψε το ραδιόφωνο. Άραγε ανήκε ακόμα στην Ελλάδα; αναρωτήθηκε σιωπηλά. Η φωνή του Έλληνα εκφωνητή πλημμύρισε το δωμάτιο δίνοντας της απάντηση στην απορία που είχε :
«Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι… Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια. Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές! Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέμματα! Έλληνες! Μην τον ακούτε! Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης! Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!»
Ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος προσπαθούσε με όση δύναμη του είχε απομείνει να προετοιμάσει από το δικό του βήμα τον ελληνικό λαό για τη δοκιμασία που τον περίμενε. Η γεμάτη πάθος φωνή του έμοιαζε κάπου κάπου να σπάει, να λυγίζει, μα δεν το έβαζε κάτω. Καθώς εκφωνούσε το τελευταίο ελληνικό δελτίο, έμοιαζε με ηθοποιό κάποιας αρχαίας τραγωδίας να ερμηνεύει το ρόλο του ακριβώς τη στιγμή της κορύφωσής της. Όλα είχαν τελειώσει. Όλα ήταν θέμα χρόνου. Οι Γερμανοί βρίσκονταν προ των πυλών και σε λίγη ώρα όλα θα ανήκαν πια στα δικά τους χέρια. Κι ύστερα ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος. Για τελευταία φορά. Άπλωσε το χέρι της κι έσβησε το ραδιόφωνο ακριβώς τη στιγμή που ακούστηκε η τελευταία του νότα. Με αυτή τη θύμηση ήθελε να φύγει. Πως όλα ήταν ακόμα ελληνικά…
Έχωσε τα γερασμένα της δάχτυλα στην τσέπη της μεταξωτής της ρόμπας και χάιδεψε το μικροσκοπικό φιαλίδιο για να σιγουρευτεί ότι βρισκόταν ακόμα στη θέση του. Το είχε βάλει εκεί από το προηγούμενο μεσημέρι όταν είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της για το δικό της προσωπικό μέλλον. Ένα μέλλον που σε λίγες ώρες θα έπαυε να υπάρχει πια. Μα ναι, έπρεπε να φύγει. Να δώσει η ίδια ένα τέλος προτού βιώσει την δυστυχία, το θάνατο και την ταπείνωση που έφερνε μαζί του το τρίτο Ράιχ.
Άλλωστε δεν της είχε απομείνει τίποτα που να την κρατάει στη ζωή. Ό,τι αγαπούσε είχε πεθάνει. Όλοι τις οι έρωτες είχαν χαθεί. Και πρώτος από όλους εκείνος. Ο μοναδικός άντρας που ερωτεύτηκε και αγάπησε παράφορα στη ζωή της. Εικοσιένα ολόκληρα χρόνια. Τόσα είχαν περάσει από εκείνον τον τραγικό επίλογο που έμελλε να έχει η ζωή του αγαπημένου της Ίωνα Δραγούμη. Θυμήθηκε που είχε γράψει για αυτόν:
«Ως που ήρθε στο τέλος ο θάνατος, άγριος και άκαιρος και μας χώρισε οριστικά, παίρνοντας εκείνον, τον νεότερο, τον εύμορφο, τον αγνό.»
Κι έπειτα ακόμη ένας θάνατος. Ο ιός της πολιομυελίτιδας νέκρωνε σιγά σιγά τα άκρα της, τα χέρια της, τα δάχτυλά της. Πώς να κρατήσει πια το μολύβι; Πώς να γράψει; Ακόμη μια αγάπη πέθαινε κι αυτή.
Και τώρα είχε έρθει το τέλος του μεγαλύτερου έρωτά της. Το τέλος της Ελλάδας. Της ελεύθερης Ελλάδας. Πού να γύριζε να κοιτάξει; Παντού γύρω της χαμός, απουσία και θλίψη.
Σηκώθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της. Από εκεί παρήγγειλε να της φέρουν ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα που τη βοηθούσε δεν άργησε να φανεί. Κρατούσε στα χέρια της έναν μικρό ασημένιο δίσκο και πάνω του είχε ακουμπήσει το ποτήρι με το νερό που της είχε ζητήσει η κυρία της. Αφού το άφησε στο κομοδίνο δίπλα της, ρώτησε την ξαπλωμένη γυναίκα αν χρειαζόταν κάτι ακόμα.
«Όχι, σε ευχαριστώ καλή μου.» της απάντησε εκείνη και χαμήλωσε το βλέμμα της. Φοβόταν μήπως εκείνη, που την ήξερε τόσο καλά, καταλάβαινε τι ετοιμαζόταν να κάνει. Η γυναίκα της χαμογέλασε γλυκά ανυποψίαστη και αποχώρησε από το δωμάτιό της κυρίας της κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Και τότε έμεινε μόνη της. Έγραψε ακόμη δυο λόγια στο ημερολόγιο που ήταν δίπλα της και το άφησε χαμηλά στα πόδια της. Έπειτα άνοιξε το μικρό φιαλίδιο και διέλυσε το περιεχόμενό του στο νερό. Έφερε το ποτήρι στα χείλη της και μεμιάς κατάπιε την πικρή ουσία που βρισκόταν μέσα του. Δεν είχε να σκεφτεί τίποτα. Δε φοβόταν τίποτα πια. Αντιθέτως χαιρόταν. Χαιρόταν γιατί ήξερε πως το δηλητήριο θα έκανε γρήγορα τη δουλειά του. Κι ήταν παρήγορη η ιδέα πως σε λίγο θα συναντούσε ξανά εκείνον τον έρωτα που έχασε πριν από εικοσιένα χρόνια.
Θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει κάποτε σε έναν περίπατο που έκαναν μαζί στην εξοχή της Αττικής:
«Η ζωή μας χωρίζει. Ίσως ο θάνατος να μας ενώσει σαν έρθει η σειρά σου.»
Κι εκείνος της είχε απαντήσει με σιγουριά :
«Ο θάνατος θα μας ενώσει.»
Πώς να μη χαίρεται λοιπόν; Έκλεισε τα μάτια της κι έμεινε εκεί να περιμένει το τέλος. Ένα τέλος που θα την οδηγούσε, ελεύθερη πια, στον αγαπημένο της. Μα ναι, τώρα ήταν πραγματικά ευτυχισμένη.
Ακουμπισμένο στα πόδια της είχε αφήσει ανοιχτό το ημερολόγιο της στη σελίδα που είχε γράψει σήμερα για τελευταία φορά. Είχε φροντίσει να αφήσει στα παιδιά της το τελευταίο της μήνυμα με την ελπίδα πως κάποτε θα τη συγχωρούσαν για το δρόμο που διάλεξε να πάρει:
«Παιδιά μου, ούτε παπά θέλω, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Σας φιλώ όλους με αγάπη. Φροντίστε τον πατέρα σας.Σας φιλώ σφιχτά.
Πηνελόπη Δέλτα»


© Αναστασία Βασιλάκου



SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author