Ένας έρωτας πέρα από τον χρόνο.
Ένας έρωτας πέρα από τον χώρο.
Ένας έρωτας πέρα από τον θάνατο.
Επειδή το ζητήσατε ...
ένα μικρό απόσπασμα από το μεταφυσικό, σκοτεινό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Lochan Dorch, την Σκοτεινή Λίμνη Σιν στα Υψίπεδα της Σκοτίας. Ο ήρωας Κόνορ Μακ Λόχλιν συναντά στο πρόσωπο της Μόραγκ την δική του λύτρωση και η Μόραγκ συναντά στον Κόνορ, κι έπειτα από τριάντα ολόκληρα χρόνια, την δική της ελευθερία. Οι δύο, θα έρθουν αντιμέτωποι με έναν έρωτα που δεν γνωρίζει παρελθόν και παρόν, παρά μόνο μέλλον, ένα μέλλον που όμως δεν μπορεί παρά να υπάρχει μόνο παράλληλα με τον δικό μας, θνητό κόσμο ...
Τρίβοντας τον αυχένα του που είχε πιαστεί, κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στον κάτω όροφο και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο κι αφού κοίταξε αναποφάσιστος όλα τα ράφια, διάλεξε ένα σοκολατένιο επιδόρπιο που το είχε πάρει από την αγορά του Λαργκ σε προσφορά. Τέσσερα σοκολατένια γλυκά και το ένα δώρο. Συνολικά πέντε. Τέλεια!
Έσκισε
την χάρτινη συσκευασία και τράβηξε το
καπάκι να βγει από το μπολ. Το άλλο του
χέρι άνοιξε το συρτάρι κι έπιασε ένα
μικρό κουτάλι το οποίο και βύθισε ηδονικά
μέσα στο σοκολατένιο μείγμα. Έπειτα, το
κουτάλι μπήκε πάλι ηδονικά μέσα στο
στόμα του και καθώς γευόταν την απαλή
υφή της σοκολάτας, έκλεισε τα μάτια.
Για
μια στιγμή δεν σκέφτηκε τίποτα. Δεν
πέρασε τίποτα από το μυαλό του, ήθελε
απλά να κάθεται πάνω στην καρέκλα, μέσα
στην κρύα κουζίνα του σπιτιού και
να απολαμβάνει την αίσθηση της γλυκιάς,
λιωμένης σοκολάτας στο στόμα του. Αυτός
και η σοκολάτα, κανένας άλλος.
Το ανάλαφρο αεράκι τον άγγιξε ξαφνικά, τόσο ξαφνικά που από την σαστιμάρα του, του έπεσε το μπολ από το χέρι, προτού καν προλάβει να ανοίξει τα μάτια του. Η συσκευασία χτύπησε κάτω και η σοκολάτα, με ένα απαίσιο πλαφ, απλώθηκε παντού λερώνοντας το καινούργιο χαλί που μόλις χθες, είχε στρώσει στο πάτωμα.
Το ανάλαφρο αεράκι τον άγγιξε ξαφνικά, τόσο ξαφνικά που από την σαστιμάρα του, του έπεσε το μπολ από το χέρι, προτού καν προλάβει να ανοίξει τα μάτια του. Η συσκευασία χτύπησε κάτω και η σοκολάτα, με ένα απαίσιο πλαφ, απλώθηκε παντού λερώνοντας το καινούργιο χαλί που μόλις χθες, είχε στρώσει στο πάτωμα.
Κατάλαβε
πως έτρεμε. Δεν ήταν από το κρύο, παραδόξως,
φαινόταν πως το κρύο είχε υποχωρήσει
και είχε δώσει την θέση του σε μία ζέστη,
τόσο καλοδεχούμενη από το κορμί του,
που δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί
και να συμμαζέψει το χάλι που απλωνόταν
στα πόδια του. Συνέχισε να κάθεται στην
καρέκλα, τρέμοντας και περιμένοντας.
Τί;
ρώτησε τον εαυτό του. Τί περιμένεις;
Δεν
βρήκε καμία απάντηση στην ερώτηση που
είχε απευθύνει στον εαυτό του και
παρέμεινε ακίνητος, μην τολμώντας να
κουνήσει ούτε τα μάτια του, τα οποία
είχαν κλείσει ξανά.
Η
αύρα επέστρεψε και αυτήν την φορά χάιδεψε
το χέρι του. Το κουτάλι έπεσε και αυτό
στο χαλί, μα ο Κόνορ δεν κουνήθηκε ούτε
εκατοστό. Ήταν υπέροχο, ήταν μαγικό,
ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Αυτό το γλυκό αεράκι, δεν έμοιαζε με τον
άνεμο που φυσούσε αυτήν την στιγμή έξω,
δεν είχε τίποτα γνώριμο επάνω του. Είχε
την δική του ζωή, την δική του, μοναδική
κίνηση, ήταν λες και είχε συνείδηση και
πήγαινε όπου το αναζητούσαν.
Και
αυτή η μυρωδιά που είχε απλωθεί στον
χώρο... πλούσια, σαγηνευτική, μυστηριώδης
και απόκοσμη, σχεδόν ονειρική, μία ευωδία
που δεν είχε μυρίσει ποτέ ξανά πριν
στην ζωή του. Ή μήπως είχε; Κάπως έτσι
δεν μύριζε και το δωμάτιο της Αϊόνα,
εκείνο το απόγευμα που την είχε πιάσει
να μιλάει μόνη της;
Άφησε
να του φύγει μία ανάσα και αμέσως μετά,
κατάλαβε τον αέρα να αγγίζει τα χείλη
του. Πρώτα το κάτω, όπου άρχιζε να τρέμει
κι αυτό και μετά, ταξίδεψε στο πάνω, όπου
έμεινε για λίγο εκεί. Έπειτα, κατευθύνθηκε
στον λαιμό του, κάνοντας όλες τις τρίχες
του κορμιού του να ανασηκωθούν, όχι από
ανατριχίλα, όχι από φόβο τώρα πια, αλλά
από αφάνταστη ηδονή. Κατάλαβε πως είχε
ερεθιστεί, μα δεν έκανε καμία κίνηση να
σηκωθεί από την θέση του. Αυτή η αίσθηση
τον τρέλαινε και δεν θα έκανε τίποτα
για να την διαλύσει.
Κόνορ...
Μία
φωνή προερχόμενη από κάποιον άγνωστο,
μυστικό κόσμο, ψιθύρισε στο μυαλό του
το όνομά του, καλώντας τον επιτακτικά
να της απαντήσει, μα ο Κόνορ έμεινε
αμίλητος.
Αν
μιλήσεις τώρα, θα χαλάσεις όλη την
μαγεία. Μείνε αμίλητος, μην τολμήσεις
να πεις ούτε μία λέξη! προειδοποίησε
σθεναρά τον εαυτό του.
Κόνορ...
Το
όνομά του ειπωμένο ξανά από αυτήν την
συγκλονιστικά αιθέρια γυναικεία φωνή,
έκανε την ανάσα του να βγει ακόμα πιο
δύσκολα σε αυτή την επίμονη επανάληψη
του καλέσματος.
Είμαι
εδώ... συνέχισε η φωνή και ταυτόχρονα
ένιωσε την αύρα να επιστρέφει στα χείλη
του.
Κάτι,
κάποιος, κάποια, φαινόταν να έχει
εισβάλλει στον κόσμο του, με ένα τρόπο
εξοργιστικά παρανοϊκό, μα τόσο μεθυστικό
ταυτόχρονα, που άγγιζε πια τα όρια της
έκστασης. Αισθάνθηκε πως έπρεπε να της
μιλήσει, αν δεν ήθελε να την χάσει.
«Πού;»
ρώτησε τελικά.
Στα
χείλη σου... Τα φιλάω...
Η
απάντηση της γυναικείας φωνής τον
αποτελείωσε. Φιλί ήταν αυτό που ένιωθε
στα χείλη του; Ναι, πρέπει να ήταν φιλί,
γιατί ποτέ στην ζωή του δεν είχε νιώσει
τόσο ερεθισμένος, όσο ένιωθε τώρα. Λίγο
ακόμα ήθελε για να εκραγεί και η άγνωστη
φωνή μέσα στο μυαλό του δεν βοηθούσε
καθόλου. Το αντίθετο, θα έλεγε πως είχε
βαλθεί να τον τρελάνει με τα αέρινα
τερτίπια της, καθώς ένας μυστηριακός
ίλιγγος είχε κατακτήσει τις αισθήσεις
του και κόντευε να τον φτάσει στα όρια
της λυτρωτικής λιποθυμίας.
«Ποια
είσαι;»
Μην
ανοίξεις τα μάτια, του ζήτησε εκείνη,
αποφεύγοντας να του απαντήσει.
«Η
φωνή σου... είναι τόσο οικεία, τόσο...
γλυκιά...».
Και
εσύ... είσαι τόσο όμορφος...
Το
κορμί του ανατρίχιασε από την κολακεία
της.
«Ποια
είσαι;» επανέλαβε με φωνή που έτρεμε.
«Πώς βρίσκεσαι εδώ, σε μένα;»
Το
απαλό γέλιο που ακούστηκε τον έκανε να
χαμογελάσει. Ήταν τρελό, ήταν πέρα από
κάθε λογική, ήταν ένα απίθανο γεγονός
που διέψευδε θεαματικά όλους τους νόμους
της φυσικής. Βρισκόταν στον κουζίνα του
σπιτιού του, όπου έπαιζε ερωτικά παιγνίδια
με μία μυστήρια φωνή που είχε εισβάλλει
με το έτσι θέλω στο μυαλό του.
Δεν
μπορώ να μείνω μακριά σου...
Οι
έξι αυτές λέξεις τον έκαναν να κλείσει
τα μάτια, αναστενάζοντας από ηδονή.
Αφέθηκε στα αέρινα χάδια της, πλημμυρισμένος
από την ομιχλώδη παρουσία της, μία ομίχλη
που λίγο προτού κλείσει τα μάτια, κατάφερε
να σκιαγραφήσει σαν μία αδύνατη, γυναικεία
φιγούρα που δεν είχε αρχή ούτε τέλος
και έτρεμε αμυδρά.
«Τι
μου έχεις κάνει; Είσαι κάποια μάγισσα... κάποιο πλάσμα που-»
Η
καυτή της ανάσα ακούμπησε στον λαιμό
του και ο Κόνορ ένιωσε τον κόσμο να
στροβιλίζεται γύρω του.
Δεν
είμαι μάγισσα...
«Είσαι,
είσαι η μάγισσά μου» επέμεινε εκείνος.
«Έχεις όνομα, μάγισσα της ομίχλης;»
Έχω,
μα δεν θα το μάθεις τώρα. Δεν έχει φτάσει
ακόμα η ώρα...
Αυτό
δεν του άρεσε. Είχε ανάγκη τα χάδια της,
όπως είχε ανάγκη και να φωνάξει το όνομά
της, το όνομά της ειπωμένο από εκείνον,
να το πάρει μέσα στα πνευμόνια του και
να του δώσει το τόσο πολύτιμο για την
ίδια του την ζωή οξυγόνο.
«Είναι
τρελό, όλο αυτό είναι τόσο τρελό, που
νομίζω πως έχω χάσει το μυαλό μου» της
εξομολογήθηκε. «Είσαι πράγματι αληθινή;
Ή μήπως είσαι μία μορφή που έπλασε η
φαντασία μου και-»
Ένα
πεινασμένο φιλί διέκοψε την ερώτησή
του. Τα χείλη της ακούμπησαν πάνω στα
δικά του και η γλώσσα της μπλέχτηκε με
την δική του.
Σου
φαίνεται φανταστικό αυτό; τον ρώτησε
παιγνιδιάρικα, εισβάλλοντας βαθιά μέσα
στο μυαλό του. Τα χείλη της του χάρισαν
ένα μακρόσυρτο φιλί που όμοιό του δεν
είχε ξαναγευτεί και η φωνή της συνέχισε
να του μιλάει:
Όταν
η αμφιβολία μπαίνει μέσα στο σπίτι, η
αγάπη βγαίνει έξω από αυτό... Είμαι
αληθινή, όσο κι αν δεν μπορείς να με
δεις. Μην κάνεις λοιπόν το λάθος να
πείσεις τον εαυτό σου για το αντίθετο,
γιατί θα με διώξεις... Είμαι εδώ, είμαι
αληθινή, σε φιλάω, σε θέλω...
Μια
βαθιά λαχτάρα τού ροκάνισε τα σωθικά
και καταλαβαίνοντας πάνω στο στήθος
του την ακανόνιστη ανάσα της, τους
ρυθμικούς αν και γρήγορους χτύπους της
καρδιά της, τα χέρια του έψαξαν να την
βρουν και να την φυλακίσουν στην αγκαλιά
του.
«Δεν
θα μου πεις ποια είσαι; Πώς ... πώς μπαίνεις
μέσα στο μυαλό μου;»
Μπορώ
και μπαίνω, γιατί το θέλεις και εσύ. Με
έχεις ανάγκη, αλλά ακόμα δεν το έχεις
καταλάβει...Όταν το καταλάβεις, τότε θα
σου φανερωθώ...Όχι τώρα όμως, όχι ακόμα...
«Κι
αν δεν αντέξω μέχρι τότε;»
Θα
αντέξεις, γιατί θα έρχομαι κάθε βράδυ
εδώ, για να σε βλέπω, για να σου μιλάω,
για να σε αγγίζω...
«Κάθε
βράδυ;»
Κάθε
βράδυ... Γιατί ακόμα κι αυτό δεν του φαινόταν αρκετό;
Ένα
ακόμη ονειρικό άγγιγμα στα χείλη του
και η φωνή ακούστηκε ξανά, ακόμα πιο
απαλή πιο πριν.
Κάθε
βράδυ... mo ghille
dhubh...
Ήταν
η σειρά του Κόνορ να χαμογελάσει σχεδόν πονηρά.
«Δεν
είμαι αγόρι. Είμαι άντρας, μην με λες
έτσι».
Η
άγνωστη φωνή μιμήθηκε το γέλιο του.
«Μιλάς
την γλώσσα μας... άρα είσαι από εδώ» της
είπε.
Η
απάντησή της ήρθε με την μορφή ενός
ανάλαφρου ονειρικού αγγίγματος στα χείλη, απλώνοντας διάχυτα
μέσα του μία γαλήνια αίσθηση που τον
έκανε να αφήσει έναν βαθύ αναστεναγμό.
© 2014 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Pen Creations, Scotland