Ναύπλιο. 23 Ιουνίου 2018. Δύο ημέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο και θαρρείς πως η ιστορία κάνει στάση κι αυτή στα ωχροχτισμένα τειχιά και τις ματωμένες ντάπιες, τα στενά καλντερίμια, τα λαγούμια, τις στέρνες. Ο Λέοντας Σγουρός αρχόντεψε στο Ναύπλιο προτού κάνει έφιππος το πήδημα του θανάτου από τον Ακροκόρινθο. Από την άλλη, ο ανάγλυφος φτερωτός Λέοντας της Βενετίας δεσπόζει ακόμα, σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Το ρολόι δείχνει 5:35 το απόγευμα. Περίμενα να έχει κολλήσει η ροή του χρόνου την ώρα που το αίμα στέριωνε τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχτηκαν τα όνειρα του σκλαβωμένου λαού μα και τα όνειρα των κατακτητών του.
Αντικρίζοντας την Παλιά Βουλή του 1825, αυθόρμητα σκέφτηκα τον Θεό. Και πως οι άνθρωποι που 'χτισαν τούτο το οίκημα, θέλησαν να προσφέρουν λίγη από την ευλογία των ουρανών στις ελπίδες τους.Ένα τετράγωνο και πάνω του να στηρίζεται ο τρούλος της πίστης για την ελευθερία. Πρώτα τζαμί, έπειτα Βουλευτικό, αργότερα φυλακή, ύστερα σχολείο, τώρα Πινακοθήκη.
Όλα μπερδεμένα πάνω σε αυτό το κτίσμα, η ελευθερία να κονταροχτυπιέται με τη σκλαβιά, η παιδεία να γεννά την τέχνη, όλα τόσο μπερδεμένα.
Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. Το Ενετικό κτίριο του βενετσιάνου Αυγουστίνου Σαγρέδου που μέσα του κρατάει στοργικά το Φράχθι, την Τίρυνθα, την Ασίνη, τη Μιδέα, τα Δενδρά, την Καζάρμα. Ονόματα που κάποιοι θα έχουν ακούσει, μα λίγοι είναι εκείνοι που καταλαβαίνουν την ιστορία που αυτά κουβαλούν.
Έξω, κάπου εκεί στον τοίχο του, ένα πέτρινο προσωπείο, ένα ολοστρόγγυλο Όμικρον το στόμα του, ένα Ιταλικό Bocca della Verita που μοιάζει να ταξίδεψε κατ ευθείαν από τη Ρώμη για να έρθει ως εδώ και να εντοιχιστεί τόσο μα τόσο παράξενα. Αντί να δαγκώνει το χέρι, το ποτίζει,
αφού αυτός ήταν ο προορισμός του: να δροσίζει τον περιπατητή. Ίσως και να τον συνετίζει. Αυτές οι τρεις ρυτίδες του μετώπου δείχνουν την σμιλευμένη σοφία και την κελαρυστή δροσιά που βγαίνει από το στόμα. Κάτι που εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε χάσει. Τώρα, τα στόματά μας δεν βγάζουν λόγους σωφροσύνης, μήτε δροσιά. Αστόχαστα λόγια ξερνάμε, αστόχαστες ζωές ζούμε, όλα ολόπικρα και καυτά, δίχως φρεσκάδα, δίχως κάλλος. Οι στόχοι των ανθρώπων που μέστωσαν πάνω στην πέτρα, έγιναν ο φραπές και το διαδίκτυο και το like του νεοέλληνα.
Τα φυτρωμένα τειχιά της Ακροναυπλίας δίνουν ζωή. Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, Ενετοί, Οθωμανοί. Κι η Λασκαρίνα Πινότση και ο Νικήτας Σταματελόπουλος και ο Στάικος Σταϊκόπουλος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Αναστάσιος Κουτρουμπής. Αν δεν είχε υπάρξει το αίμα, δεν θα υπήρχαν και τα δέντρα. Αν δεν υπήρχε η φυλακή των Βαυαρών του Όθωνα, δεν θα ανέπνεε το θνητό σώμα μου την ευωδία της καταιγίδας που λεπτό το λεπτό, με πλησιάζει εδώ, στην πλατεία Συντάγματος, κάτω από τον δυνατό πλάτανο. Αιμοβόρα θεά η ελευθερία και αισθάνομαι πως εδώ ακριβώς ενηλικιώθηκε και νοιώθω πως στα σήμερα, στα 2018, αυτή η ελευθερία, αδάμαστο θηρίο, έχει πέσει καταπάνω μας και πεινασμένη, κατατρώει όχι τις σάρκες μας, αλλά το πνεύμα μας.
Ναύπλιο. 23 Ιουνίου 2018. Δύο ημέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο και θαρρείς πως η ιστορία κάνει στάση. Μα όχι εγώ. Όχι εδώ. Εδώ κάνει στάση μόνο το σώμα.
Στ’ Ανάπλι
Αντώνης Αναπλιώτης
Στ’ Ανάπλι στό λιμάνι του
Αργό τό πυροφάνι του
Πέρα απ’ τό βάλτο μούγνεφε
Κι’ ακόμη, λές, μού γνέφει.
Σάν πάπια πλέχει η ξεγνοιασιά.
Σάν κύμα σκάει τό κέφι…
Αργό τό πυροφάνι του
Πέρα απ’ τό βάλτο μούγνεφε
Κι’ ακόμη, λές, μού γνέφει.
Σάν πάπια πλέχει η ξεγνοιασιά.
Σάν κύμα σκάει τό κέφι…
Στ’ Ανάπλι στό λιμάνι του
Πέντε - έξη - εφτά βαρκούλες
Στ’ άσπρα ντυμένες ούλες
Τόσο λευκή είν’ η ανάμνηση,
Όσο κι’ αυτές λευκούλες.
Πέντε - έξη - εφτά βαρκούλες
Στ’ άσπρα ντυμένες ούλες
Τόσο λευκή είν’ η ανάμνηση,
Όσο κι’ αυτές λευκούλες.
Στ’ Ανάπλι στό λιμάνι του
Αργό τό πυροφάνι του,
Τή θάλασσα φωτίζει.
Καί μιά ζωή πού πέρασε
(Ανάθεμά την, γέρασε)
Θυμίζει καί κοιμίζει…
Αργό τό πυροφάνι του,
Τή θάλασσα φωτίζει.
Καί μιά ζωή πού πέρασε
(Ανάθεμά την, γέρασε)
Θυμίζει καί κοιμίζει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου