Ο Αττικός ήλιος έσπερνε χαμόγελα στα πρόσωπα των ανθρώπων εκείνων που σπονδές ήρθαν στα αρχαία ετούτα πατήματα να προσφέρουν.
Σε ποιο θεό άραγε; Ποιος θεός διαφεντεύει τις ζωές τους;
Το πράσινο χρώμα αγκάλιαζε την πέτρα. Η ευωδιαστή αγγελική χάριζε το νέκταρ της στον τοίχο
και ο τοίχος έψελνε από την αγαλλίαση του τόπου.
Όμορφες στιγμές. Φορούσαν ευωδιά αρχαγγελική, ακόμη κι αν το μισογκρεμισμένο παράθυρο έγερνε προς το θάνατο.
Μισκόκλειστα τα παντζούρια,
στέγη φυτρωμένη, ξύλο σάπιο, χόρτο στο κεραμίδι. Αγκαλιά ζωής και θανάτου,
μια σφιχταγκαλιά που έκλεινε μέσα της τόσες ανείπωτες ιστορίες.
Ποιος θεός διαφεντεύει τη λαλιά του τόπου;
Ο Ήλιος ξάπλωνε στα αόρατα τώρα πια τειχιά του Διπύλου. Έδινε το τελευταίο φως στο ναό της Αθηνάς και του Ηφαίστου.
Στη Σκέψη και το Χέρι.
Την εργασία και τον κάματο
του μυαλού και του σώματος.
Ποιος θεός διαφεντεύει την ισορροπία;
Τύμπανα ηχούν και για μια στιγμή θαρρώ
πως πομπή θα δω
ιερή
να διαπερνά τον πέπλο. Οι άνθρωποι γύρω μου όμως δεν ακούν. Δεν ακούν τα τύμπανα, δεν ακούν τον άνεμο, την κραυγή του φύλλου που χτυπά στο χώμα, την κίνηση των γραναζιών του ήλιου, το ήρεμο τραγούδι της γάτας.
Οι άνθρωποι γύρω μου μιλάνε για χρήματα.
Κάποιοι κρύβουν στο βλέμμα γερό σκαρί,
άλλοι τρώγονται ήδη απ τα ποντίκια
και λίγοι βάζουν πλώρη μαγγελανική για άγνωστες θάλασσες που κρύβουν θαυμαστές στεριές.
Ποιος θεός διαφεντεύει το κουπί;
Είναι το χέρι του
ή
το χέρι μας
που δίνει το πρόσταγμα;
28.04.2018, οδός Διοσκούρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου