Εκείνη την χρονιά συνέβη το γεγονός που με έκανε να είμαι αβέβαιη πλέον για οτιδήποτε χαρακτήριζε τον ορατό και αόρατο κόσμο.
Ήμουν το μοναχοπαίδι του Άρθουρ Γκραντ και της Ελίζαμπεθ Φόρστερ, που ένα χρόνο μετά τον γάμο τους έφυγαν από την πατρίδα τους την Αγγλία και εγκαταστάθηκαν στην Αμερική.
Γεννήθηκα στην Νέα Υόρκη, μεγάλωσα στις γειτονιές της και σπούδασα σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμιά της. Τώρα πια, μετά τον θάνατο και των δύο γονιών μου, ήμουν μια τριανταπεντάχρονη μα ανύπαντρη ωστόσο καθηγήτρια Ανθρωπολογίας με ένα αξιοσέβαστο ποσό στην τράπεζα που θα μου επέτρεπε να ζήσω αξιοπρεπώς ακόμα κι αν έχανα την τόσο καλά αμειβόμενη θέση μου.
Το 1977 αποφασίστηκε να πάω στην απομακρυσμένη Γη του Πυρός, όπου βρέθηκε μία άγνωστη, χαμένη φυλή που κατοικούσε εκεί, δίχως ποτέ κανένας να την έχει ξαναδεί. Η συνάντηση μαζί της ήταν εξωφρενικά τυχαία και έγινε όταν ο εξερευνητής και εκκεντρικός εκατομμυριούχος Τζόναθαν Ντάρμπερυ Μπράϊτ έπεσε επάνω της, την στιγμή που προσγείωνε το διθέσιο κινητήριο αεροπλάνο του στην περιοχή που ονομάζεται Λέγκα Μπαντέρα.
Το Πανεπιστήμιο στο οποίο και εργάζομαι επέλεξε μία ομάδα εθνολόγων,ανθρωπολόγων και αρχαιολόγων, ώστε να καταρτίσουν το πλάνο επίσκεψης στην Γη του Πυρός, καθώς και της προσέγγισης της άγνωστης εκείνης φυλής, με κονδύλια που διέθετε άφθονα - ποιός άλλος φυσικά; - ο Ντάρμπερυ, με απώτερο σκοπό να πάρει η φυλή το όνομά του.
Με είχε χαροποιήσει ιδιαίτερα η επιλογή μου, παρόλα αυτά, κάτι με κρατούσε από το να ξεσπάσω σε ξέφρενους πανηγυρισμούς, γνωρίζοντας πως η χαρά του Μπρετ δεν θα ήταν ίδια με την δική μου.
Αμέσως μετά την λήξη των μαθημάτων βρέθηκα έξω από το σπίτι του σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Ανέβηκα στον δεύτερο όροφο με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, σίγουρα πάντως όχι από τις σκάλες και το περπάτημά μου που πιο πολύ έμοιαζε με τρέξιμο, παρά με βηματισμό. Σηκώνοντας το χέρι μου να χτυπήσω το κουδούνι, είδα πως η πόρτα του διαμερίσματός του ήταν ελαφρώς ανοιχτή. Το άνοιγμά της ίσα ίσα που χωρούσε το λεπτό δάχτυλό μου και γεμάτη από περιέργεια αλλά και μία απροσδιόριστη ανησυχία, την έσπρωξα φωνάζοντας παράλληλα το όνομά του.
Δεν πήρα καμία απάντηση. Μπαίνοντας στο σπίτι ένιωσα την νεκρική σιωπή που επικρατούσε έχοντας σκεπάσει σαν βαρύς σκιώδης πέπλος ολόκληρο το σπίτι, και μαζί με αυτήν αισθάνθηκα για πρώτη φορά, πόσο άψυχο και τελείως στερημένο από ζωή ήταν το μέρος αυτό.
Τον κάλεσα ξανά με τον φόβο πλέον μόνιμο συνοδοιπόρο δίπλα μου, κοιτάζοντας παράλληλα το δωμάτιο από την μία γωνία μέχρι την άκρη της άλλης.
Στην αριστερή γωνία, ακριβώς δίπλα από τον άσπρο καναπέ, είδα τα ρούχα του. Η ματιά μου έμεινε εκεί και το μυαλό μου επεξεργάστηκε με προσοχή την εικόνα που είχε μπροστά του.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο παράξενος τρόπος με τον οποίο τα είχε παρατήσει. Από κάτω φαινόντουσαν οι μύτες των παπουτσιών, πάνω τους ακριβώς το μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και πάνω ακριβώς από αυτό, το πλεκτό πουλόβερ. Το ένα πάνω στο άλλο, ακριβώς το ένα πάνω στο άλλο λες και τα είχε βγάλει όλα μαζί ταυτόχρονα.
Η απάντηση που έδωσε αρκετά βιαστικά η λογική μου, με έκανε να χαμογελάσω. Μα βέβαια, ο Μπρετ θα ήταν στο μπάνιο και όποτε συνέβαινε αυτό, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε σεισμός να τον κάνει να βγει από κει μέσα, πόσο μάλλον η δική μου φωνή που μόλις και μετά βίας έβγαινε από μέσα μου.
Κατευθύνθηκα προς το μπάνιο μα η πόρτα ήταν ορθάνοικτη και ολοφάνερα δεν υπήρχε κανένας μέσα που να παίρνει το λουτρό του. Καταλαβαίνοντας τον φόβο να με κυκλώνει όλο και περισσότερο ένιωσα μεγάλη την ανάγκη να καπνίσω ένα τσιγάρο. Ψαχούλεψα τις τσέπες μου αλλά προφανώς, έχοντας ξεχάσει το πακέτο σπίτι μου, δεν κατάφερα να το βρω. Επέστρεψα πάλι στο σαλόνι μήπως βρω κάποιο πακέτο του Μπρετ - αγνοώντας ηθελημένα τον σωρό δίπλα από τον καναπέ - αλλά και πάλι στάθηκα άτυχη.
Αναποφάσιστη για το αν έπρεπε να μπω στον απαγορευμένο χώρο, το γραφείο του δηλαδή, και να ψάξω για κάποιο τσιγάρο, έμεινα κάμποση ώρα έξω από τις ερμητικά κλειστές ξύλινες πόρτες.
Σκέφτηκα πως δεν θα έκανα παραπάνω από ένα λεπτό και παρακαλώντας τον Θεό να μην πετύχει εκεί που μου είχε απαγορεύσει ρητά να μπω, και εγώ τον είχα διαβεβαιώσει πως ποτέ δεν θα το έκανα αν δεν μου έδινε εκείνος την εντολή, έσυρα τα σκουρόχρωμα φύλλα και μπήκα, αρκετά δειλά ήταν αλήθεια, μέσα.
Μια επίσης δειλή φωνούλα μού σιγοψιθύρισε πως έπρεπε να κόψω το κάπνισμα λόγω του έντονου βήχα που με ταλαιπωρούσε τον τελευταίο καιρό, αλλά τελικά νίκησε ο εθισμός μου στην νικοτίνη (αλλά και η ανησυχία μου για το πώς θα έπαιρνε ο Μπρετ τα νέα του εξερευνητικού μου ταξιδιού στην άλλη άκρη του κόσμου) και άνοιξα γρήγορα τα συρτάρια του δρύινου επίπλου. Βρήκα ένα μισοάδειο πακέτο με οκτώ-εννιά τσιγάρα και έβαλα ένα στο στόμα μου. Έκανα στην άκρη κάποια χαρτιά που βρίσκονταν ανάκατα πάνω στο γραφείο και βρίσκοντας τον αναπτήρα που έψαχνα, άναψα το πολυπόθητο τσιγάρο. Έκλεισα τα μάτια μου στην πρώτη ρουφηξιά και σαν στερημένη ναρκομανής, απόλαυσα τον καπνό να γεμίζει τα πνευμόνια μου, λες και ανέπνεα τον καθαρότερο αέρα της εξοχής.
Όταν τα άνοιξα, η ματιά μου έπεσε πάνω στις σελίδες που είχα ανακατέψει στην προσπάθεια μου να βρω τον πολυπόθητο αναπτήρα.
Τότε δεν μπορούσα να ξέρω πως αυτά που θα έβλεπα αποτυπωμένα επάνω τους θα άλλαζαν δραματικά την ζωή μου.
Επάνω στα χαρτιά ήταν αποτυπωμένα κάτι αραβουργήματα που κάθε άλλο παρά αγγλικά, αραβικά ή ακόμα και κινέζικα ήταν. Για την ακρίβεια αυτά που ήταν γραμμένα δεν έμοιαζαν με καμία ζωντανή ή νεκρή γλώσσα, τουλάχιστον από αυτές που ήξερα. Και με τις σπουδές που είχα κάνει, γνώριζα πολλές.
Άρχισα να σκαλίζω τα προσωπικά του χαρτιά, γεμάτη ερωτηματικά για τα μυστικά που σίγουρα πια έκρυβε από εμένα. Όμως όπου και κοιτούσα, όποιο χαρτί και να έπιανα στα χέρια μου, τα αραβουργήματα αυτά υπήρχαν παντού και τις περισσότερες φορές συνοδεύονταν από χάρτες άγνωστων γεωγραφικά τοποθεσιών σχεδιασμένους με τον πιο καλλιτεχνικό τρόπο στο χέρι.
Σε κάποια άλλα σημεία υπήρχαν γραμμένες αγγλικές λέξεις όπωςΝτορλόνιαν
ΘάρνοναντΜπεργκάνιον λέξεις που φάνταζαν τόσο απρόσιτα ξένες ώστε δεν μπήκα καν στον κόπο να προσπαθήσω να σκεφτώ από ποια γλώσσα άραγε να προέρχονταν. Υπήρχαν σκίτσα με ανθρωπόμορφα όντα, όντα που πλησίαζαν πολύ στην ανθρώπινη σωματική κατασκευή, αλλά ήταν και εντελώς διαφορετικά, γιατί υπήρχε κάτι στα μάτια τους και συνολικά στην πραγματικά τεράστια διάστασή τους που υποδήλωνε την απόλυτη αντίθεσή τους από το ανθρώπινο γένος. Και ακριβώς κάτω από ένα τέτοιο σκίτσο διάβασα γραμμένη στα αγγλικά την λέξη Ντορλόνιαν.
Πραγματικά, δεν ήξερα τι να υποθέσω. Δεν μπορούσα καν να σκεφτώ ούτε ένα σοβαρό λόγο για τον οποίο ο Μπρετ κρατούσε τέτοια αρχεία και μάλιστα με τέτοια μυστικότητα από εμένα, απαιτώντας μάλιστα να μην μπω ποτέ στο γραφείο του.
Κι εγώ, μόλις είχα μπει.
Στα χέρια μου πήρα άλλο ένα κομμάτι χαρτί και πρόλαβα να διαβάσω μόνο μία λέξη: Μπρέθιλαντ όταν εντελώς ξαφνικά, άκουσα την φωνή του.
Σήκωσα το κεφάλι μου τόσο απότομα, που η στάχτη από το τσιγάρο που έκαιγε τόση ώρα στο στόμα μου, έπεσε πάνω στα ανακατωμένα χαρτιά του.
Στεκόταν ακριβώς απέναντί μου, οργισμένος, με το πρόσωπό του αλλοιωμένο από τον θυμό, φορώντας τα ρούχα που είχα δει συσσωρευμένα στην κυριολεξία τον ένα πάνω στο άλλο.
«Τί κάνεις εδώ; Τί νομίζεις πώς κάνεις; Τι ψάχνεις;» κραύγασε άγρια και με δυο δρασκελιές ήρθε κοντά μου. Άρπαξε το χαρτί από το χέρι μου και με μία σπασμωδική κίνηση το πέταξε πέρα. Το πανάλαφρο χαρτί προσγειώθηκε στα πόδια μου, μα δεν έκανα καμμία κίνηση να σκύψω και να το πιάσω.
«Πες μου!» φώναξε σε έξαλλη κατάσταση κοπανώντας την παλάμη του δυνατά πάνω στο γραφείο. Ο ήχος που έκανε το χέρι του πάνω στο ξύλο με τρόμαξε και ενστικτωδώς έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, χτυπώντας την πλάτη μου στον κρύο τοίχο.
«Σε είχα προειδοποιήσει να μην ανακατευτείς!»
«Δεν καταλαβαίνω» κατάφερα να πω ψελλίζοντας. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα Μπρετ» συνέχισα τρέμοντας από την βίαιη ένταση του ξεσπάσματός του.
Κοίταξα το πρόσωπό του, βυθίζοντας τον εαυτό μου μέσα στο σκληρό μαύρο των ματιών του, και καταλαβαίνοντας πως αυτά τα σχιστά, κατάμαυρα μάτια με κάποιο περίεργο τρόπο λίγο ακόμα ήθελαν για να με υπνωτίσουν, αποτράβηξα βιαστικά το βλέμμα μου και το στύλωσα στο πάτωμα και στο αναθεματισμένο το χαρτί που κάλυπτε το δεξί μου πόδι.
Πήρα μία βαθιά ανάσα, που όμως δεν με ηρέμησε όσο θα ήθελα, και περίμενα να μου μιλήσει εκείνος πρώτος. Πράγμα που δεν άργησε να γίνει.
«Πόσο καιρό το κάνεις αυτό; Όταν εγώ γυρίζω την πλάτη μου, εσύ βρίσκεις την ευκαιρία να ψαχουλεύσεις εδώ μέσα».
Αποφάσισα να του απαντήσω με κάθε ειλικρίνεια και για να γίνει αυτό, έπρεπε να ανασηκώσω το βλέμμα.
«Πρώτη φορά. Ξέχασα τα τσιγάρα μου στο σπίτι και μπήκα για να βρω κάποιο πακέτο. Έψαχνα να βρω αναπτήρα όταν τα είδα. Ομολογώ πως δεν έχω καταλάβει τίποτα. Τί είναι όλα αυτά Μπρετ; Έχουν σχέση με το παρελθόν σου, ένα παρελθόν που κρατάς μυστικό δύο χρόνια τώρα που είμαστε μαζί;» τόλμησα να τον ρωτήσω.
Ο Μπρετ με κοίταξε αινιγματικά αλλά και με μία δόση σαρκασμού στο πρόσωπο.
«Δεν θα καταλάβεις. Θα με θεωρήσεις τρελό. Ή, επειδή σε ξέρω καλά και γνωρίζω σε τί μεγάλο βαθμό φτάνει ο ενθουσιασμός σου, θα αρχίσεις να μιλάς από εδώ κι από εκεί και θα θεωρήσουν εσένα τρελή».
«Δοκίμασέ με» του ζήτησα απαλά.
«Μπορεί να καταστραφούμε και οι δύο αν το κάνω αυτό» είπε κάπως θλιμμένα.
«Σε παρακαλώ. Μην αφήνεις τα μυστικά να μας χωρίσουν» του είπα τελικά.
Με κοίταξε σοβαρός. «Λες πως θα χωρίσουμε αν δεν σου πω;»
Κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε φανερά απογοητευμένη.
«Λέω πως ήρθα εδώ για να σου πω ότι φεύγω. Θα πάω στην Γη του Πυρός. Ανακαλύφθηκε μία νέα φυλή που δεν βρίσκεται πουθενά καταγεγραμμένη. Το όνομά μου βρίσκεται στην εξερευνητική ομάδα που έχει συστήσει το πανεπιστήμιο».
Μου γύρισε την πλάτη και στάθηκε ακίνητος.
«Να φύγεις τότε» ήταν τα λόγια του.
Σκληρά όπως πάντα, τόσο σκληρά που δεν μπορούσα να δεχτώ ότι κατά βάθος τα πίστευε.
Πήγα κοντά του και τον άγγιξα τρυφερά στον ώμο.
«Μπορείς να με πείσεις πως αξίζει να μείνω εδώ;»
«Όχι. Άλλωστε, πρέπει να φύγω και εγώ».
Έσμιξα τα φρύδια από περιέργεια. Τί ήταν τώρα αυτό που μου έλεγε; Και πότε ακριβώς θα μου το έλεγε;
«Πού θα πας;» τον ρώτησα έκπληκτη.
«Πρέπει να φύγεις. Δεν μπορώ να σου πω τίποτα άλλο».
Έσφιξα πεισματικά τα δόντια και αποφάσισα να γίνω κι εγώ ψυχρή σαν κι εκείνον.
«Εντάξει. Θα φύγω» του δήλωσα και αποτράβηξα το χέρι μου. «Ταξιδεύω στις 15 του μήνα. Αν μέχρι τότε έχεις μετανιώσει και θέλεις να μου μιλήσεις, θα σε ακούσω» του είπα λίγο προτού ανοίξω την πόρτα.
Δεν μου απάντησε και χωρίς να επιμείνω παραπάνω, σηκώθηκα και έφυγα.
Αλλά δεν πήγα στη Γη του Πυρός. Γιατί αυτά που έμαθα λίγες μέρες αργότερα, ξεπερνούσαν κάθε υπέρμετρη προσδοκία που μπορεί να έχει ένας επιστήμονας ο οποίος έχει βάλει σκοπό στην ζωή του να κάνει μία αποκάλυψη που θα ταρακουνήσει συθέμελα ολόκληρο τον κόσμο.
Και αυτά που έζησα; Αυτά που έζησα, ξεπερνούσαν κάθε ανθρώπινη φαντασία.
συνεχίζεται . . .
© 2012 Κωνσταντίνα Λαψάτη