Νύχτα.
Κόρη του Χάους. Σε ρουφάει μέσα στα υδάτινα σκοτάδια της.
Νύχτα.
Σκοτεινή και αδυσώπητη τις ώρες που κρύβει και τρομοκρατεί.
Κι
όταν το τέκνο της, ο νυχτερινός αέρας, περνά μέσα από τα λεπτά κλαδιά
λυγίζοντάς τα σαν χορδές κάποιου υπερφυσικού μουσικού οργάνου, κραυγάζοντας
ανίερες, συριστικές μουσικές, τότε νιώθεις καλά στο πετσί σου τί σημαίνει
νύχτα.
Νύχτα.
Σε ένα
μοναχικό σπίτι, χτισμένο στους πρόποδες κάποιου βουνού με ένα και μοναδικό
έρημο δρόμο να στρίβει πότε εδώ, πότε εκεί, σαν ευλύγιστο σώμα θανατηφόρου
ερπετού, που κάπου στο τέλος του σε βγάζει σε πανάρχαια ερεβώδη σπήλαια με
εξίσου πανάρχαιες λατρευτικές ενδείξεις κάποιων επίσης πανάρχαιων, αγνώστων
θεών.
Για
άλλη μία νύχτα, ο ύπνος δεν ερχόταν. Ξαπλωμένη καθώς ήταν στο κρεβάτι και
διάβαζε ένα βαρετό βιβλίο, έκανε την ευχή να μην ήταν το ίδιο βαρετή και η ζωή
της. Κοιμόταν όποτε ήθελε, ξυπνούσε όποτε ήθελε, έτρωγε όποτε ήθελε, αλλά δεν
ζούσε έτσι όπως ήθελε.
Κάτι
έπρεπε να γίνει για αυτό.
Το
χέρι της γύρισε αργά την σελίδα και την στιγμή που το φύλλο ενωνόταν με τα
υπόλοιπα, ένας παρατεταμένος ήχος ξεκούφαινε τα αυτιά της.
Σίδερα.
Σίδερα που σέρνονταν και χτυπούσαν το ένα με το άλλο, κάνοντας το αίμα να
στραγγίξει πρώτα από τα πόδια κι έπειτα να μεταφερθεί με τρομερή ταχύτητα προς
το κεφάλι της που άρχισε να γυρίζει σαν παιδική σβούρα από την υπνωτική αυτή
ζαλάδα.
Η
τυλιγμένη σαν κουβαράκι Πατινάζ δεν άκουσε τίποτα, παρά συνέχισε να κοιμάται αμέριμνα,
κουνώντας πού και πού τα γεμάτα μύες μυτερά της αυτάκια αναστενάζοντας
δυσαρεστημένα προφανώς από την έλλειψη ζέστης που είχε ανάγκη, ειδικά αυτή την
παγωμένη νύχτα που ο καταραμένος καυστήρας του καλοριφέρ είχε ξεμείνει από πετρέλαιο.
Δεν
πρόλαβε να κατεβάσει τα πόδια της από το κρεβάτι και η κακόηχη αυτή συναυλία
σταμάτησε το ίδιο απότομα όσο απότομα είχε ξεκινήσει.
Έμεινε
ακίνητη μην τολμώντας ούτε να ανασάνει. Κόντεψε να σκάσει κι όταν ο εγκέφαλός
της τής υπενθύμισε πως χρειαζόταν εσπευσμένα οξυγόνο, πήρε μία βαθιά ανάσα και
γέμισε τα πνευμόνια της φουσκώνοντάς τα με επώδυνο τρόπο. Άφησε την ανάσα να
βγει κι έπειτα πήρε άλλη μία, που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από την
προηγούμενη. Όσες ανάσες και να έπαιρνε όμως, το θάρρος της την είχε εγκαταλείψει
για τα καλά.
Με
πόδια που έτρεμαν σηκώθηκε και φόρεσε τις γελοίες παντόφλες με αυτές τις
απαίσιες ζωώδεις καρικατούρες, κακόγουστη επιλογή της μητέρας της που δυστυχώς
ούτε τότε είχε επιδείξει την απαραίτητη γενναιότητα ώστε να αρνηθεί ένα τόσο
γκροτέσκο δώρο. Αισθανόταν λες και στα πόδια της φορούσε κεφάλια ζώων που χαίρονται
ανώμαλα την στιγμή του αποκεφαλισμού τους.
Η
Πατινάζ ίσα που κούνησε την ουρά της και αδιαφόρησε επιδεικτικά, παραμένοντας
τυλιγμένη γύρω από το σώμα της, προσπαθώντας να δημιουργήσει την απαραίτητη
ζέστη για να αισθανθεί πιο άνετα.
Περπάτησε
με απαλά βήματα μέχρι το σαλόνι αναζητώντας έναν οποιοδήποτε θόρυβο που θα
αποδείκνυε την ύπαρξη κάποιου νυχτερινού εισβολέα. Ο άνεμος που περνούσε μέσα
από τις ρωγμές των μισοραγισμένων τοιχωμάτων που με κόπο συγκρατούσαν τις
πόρτες και τα παράθυρα, την έκαναν να ανατριχιάσει ξανά.
Τίποτα.
Δεν ακουγόταν τίποτα. Ένα βαρύ πέπλο είχε ριχτεί σαν το δίχτυ του ψαρά πάνω στο
απομονωμένο σπίτι, ενώ κάποια νυχτοπούλια μόνο κλαψούριζαν απαισιόδοξα
διαλύοντας την γαληνεμένη σιγαλιά που είχε απλωθεί στο δάσος και αγκάλιαζε την
παλαιά κατοικία. Απέμεινε ακίνητη στην μέση του σαλονιού, προσπαθώντας να
αφουγκραστεί την νύχτα.
Ένα
κοφτό νιαούρισμα διέκοψε την ηχητική κατασκοπεία και έστρεψε το κεφάλι της προς
την γάτα. Είχε ξυπνήσει και επισκεπτόταν το πιατάκι της που ήταν γεμάτο με
καφεκόκκινες σαν μικροσκοπικές γερμανικές κατσαρίδες κροκέτες. Το γλυκό
χαμόγελο που της χάρισε έμεινε κολλημένο στο πρόσωπο κάνοντάς την να μοιάζει με
κακομούτσουνο κλόουν που παθαίνει εγκεφαλικό την ώρα που γελάει.
Η
Πατινάζ δεν ήταν η Πατινάζ. Δηλαδή ήταν η Πατινάζ, αλλά δεν έμοιαζε στην
Πατινάζ. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ανομολόγητα βέβηλο, κάτι που ξεπερνούσε σε τρόμο
και τον χειρότερο εφιάλτη της, εκείνο το μακρύ μαχαίρι που χωνόταν διαστροφικά
στον αφαλό και στριφογύριζε μέσα στην κοιλιά μετατρέποντας σε ακατάστατο
αχταρμά τα περιεχόμενα του στομαχιού της.
Η
Πατινάζ έμεινε ακίνητη απέναντί της, περήφανη σαν εχθρικός αντίπαλος που όφειλε
να αντιμετωπίσει και στο τέλος να νικήσει.
Έκανε
ένα προσεκτικό βήμα προς τα πίσω έχοντας κατά νου να πιάσει το λαμπατέρ που
φώτιζε αρρωστιάρικα το δωμάτιο –το 'λεγε ανάθεμα, να αλλάξει αυτό το καταραμένο
κόκκινο λαμπάκι και να βάλει το άσπρο, αλλά πάντα το άφηνε για αύριο, νά λοιπόν
που το αύριο είχε γίνει τώρα και ίσα που έβλεπε πέρα από την μύτη της, χαμένη
μέσα στις κοκκινωπές, σκιώδεις ανταύγειες που έλουζαν το σαλόνι, έχοντας
μετατρέψει αρκετά επιτυχημένα τώρα πια τον χώρο σε μπουρδέλο πολυτελείας.
Η
Πατινάζ έκανε ένα και μοναδικό βήμα προς το μέρος της. Το χέρι έψαξε στα τυφλά
πιάνοντας το λαμπατέρ, όπου το σήκωσε αρκετά θεατρικά, λες και κράδαινε το
Εξκάλιμπερ του βασιλιά Αρθούρου κι όχι ένα λαμπατέρ αγορασμένο στις εκπτώσεις.
Η Πατινάζ μόρφασε δυσαρεστημένα σαν να μην επικροτούσε την αμυντική της στάση
και πήδηξε καταπάνω της.
Το
καπέλο του λαμπατέρ την βρήκε τόσο δυνατά στο κεφάλι που η γάτα εκσφενδονίστηκε
στον τοίχο χτυπώντας το μαλλιαρό σωματάκι της πάνω στον κρεμασμένο πίνακα. Η
βαρύτητα νίκησε τον Ντεγκά μιας και δεν κατάφερε να σταθεί πάνω στο ένα και
μοναδικό καρφί αφού το βάρος παρέσυρε τον πίνακα στο πάτωμα, σπάζοντας το γυαλί
και γεμίζοντας τον χώρο με επικίνδυνα κοφτερά θραύσματα.
Ο
φόβος την υποδούλωσε. Μπορεί να φάνηκε θαρραλέα μπροστά στη σχιζοφρενική αυτή
επίθεση, μα ο τρόμος είχε γίνει το μεδούλι της.
Κοίταξε το πεσμένο σώμα του
γατιού που παρέμενε πεισματικά ακίνητο και χαμήλωσε το χέρι, συνεχίζοντας όμως
να κρατάει το λαμπατέρ σφιχτά στην παλάμη της.
Έκανε
ένα βήμα μπρος. Έπειτα άλλο ένα. Η Πατινάζ δεν κουνιόταν, δεν ανέπνεε, δεν
έδειχνε κανένα σημάδι ζωής. Μία κοφτή ανάσα βγήκε από τα πνευμόνια της όταν
κατάλαβε πως την είχε σκοτώσει. Την είχε σκοτώσει! Είχε σκοτώσει την Πατινάζ!
Η
μνήμη της γέμισε με εικόνες μίας νεογέννητης Πατινάζ, φυλακισμένης μέσα σε μία
σακούλα σκουπιδιών, ένα κουβαριασμένο τρεμάμενο κορμάκι που αναζητούσε
επειγόντως ένα θαύμα. Το θαύμα δεν την είχε προσπεράσει κι όταν το χέρι απλώθηκε
για να να μαζέψει το γατί που είχε αφεθεί για να πεθάνει, το μυαλό δεν το 'χε
μετανιώσει ποτέ. Δύο χρόνια είχαν περάσει από τότε και η συνύπαρξή τους παρέμενε
αρμονική σαν ανατολίτικο μάντρα.
Η
πρώτη της επίσκεψη στον κτηνίατρο, το πρώτο της εμβόλιο, η πρώτη της εγχείριση
για την αφαίρεση ενός ξένου σώματος από το δεξί της μάτι, η στείρωση, τα χάδια,
οι αγκαλιές, οι λιχουδιές από κρέας πάπιας, οι μικροσκανταλιές, η περίεργη
αγάπη για το νερό και την βροχή, μία φωτογραφία που την έδειχνε να περπατάει ανέμελα
πάνω σε δέκα πόντους χιόνι με το κεφαλάκι να κοιτάζει απορημένα έναν ουρανό που
έφτυνε χιονονιφάδες, τα μούτρα που της κρατούσε όταν έπρεπε να φύγει και να την
αφήσει για λίγες ώρες μόνη, όλα αυτά και άλλα πολλά ήταν η Πατινάζ, μόνο που
τώρα η Πατινάζ ήταν και κάτι άλλο. Νεκρή.
Οι
παντόφλες με τα αποκεφαλισμένα ζώα προχώρησαν άλλα δύο μέτρα προς το ακίνητο
κορμί. Η καρδιά της χτυπούσε σαν αφρικανικό ταμ ταμ και η ζαλάδα του μυαλού
επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στα μάτια που θόλωσαν κι αυτά, ίσως από τα δάκρυα
που απειλούσαν να κυλήσουν. Η Πατινάζ ήταν νεκρή! Την είχε σκοτώσει! Ανάθεμα!
Τί είχε πιάσει το τρελόγατο και της είχε επιτεθεί; Γιατί τα μάτια του ήταν
κατακόκκινα λες και έσταζαν αίμα; Κι αυτά τα δόντια; Τί στο διάβολο είχαν πάθει
τα δόντια του και συναγωνίζονταν την εξόχως πριονωτή οδοντοστοιχία του εξωτικού
αμαζονιακού πιράνχα;
Το
κεφάλι γύρισε απαλά και δύο κόκκινοι λαμπτήρες την πυροβόλησαν με το φως τους.
Ανατρίχιασε σύγκορμη από το απειλητικό αδηφάγο βλέμμα και δίχως να χάσει
παραπάνω χρόνο με ανούσιες ευχαριστήριες προσευχές που η Πατινάζ είχε σωθεί,
έσφιξε το λαμπατέρ σηκώνοντάς το πάλι ψηλά.
Βρωμόγατο!
Της είχε ρίξει μία κατακέφαλη, είχε χτυπήσει πάνω στον τοίχο μένοντας αναίσθητη
για λίγα λεπτά και όταν επιτέλους συνήλθε, επέμενε να την κοιτάζει με ύφος
δολοφόνου; Τί συνέβαινε εδώ πέρα; Τί είχε πάθει η Πατινάζ; Τί είχε πάθει το
γατί της;
Το
αιλουροειδές σώμα σηκώθηκε όρθιο. Τεντώθηκε τεμπέλικα θέλοντας να δείξει πως
δεν έτρεχε και τίποτα που την είχε χτυπήσει στέλνοντάς την σαν μπάλα του τένις
στον απέναντι τοίχο, άνοιξε το στόμα να χασμουρηθεί και μόλις τελείωσε με αυτή
την φανταχτερή επίδειξη, στράφηκε ξανά επάνω της.
Τα
μάτια της έσταζαν αίμα.
Το
βλέμμα της προμήνυε μεγάλους μπελάδες.
Και
ο ήχος που βγήκε από μέσα της, έδειξε πως πολλά δεν πήγαιναν καλά αυτή την ώρα.
Βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα γατί που πιθανότατα να είχε λυσσάξει, αλλά από την
άλλη, μπορούσε η λύσσα να κάνει τα μάτια να αιμορραγήσουν ή να αλλοιώσει τα
δόντια μετατρέποντάς τα σε κοφτερά, θανατηφόρα όπλα;
Ναι,
πολλά πράγματα δεν πήγαιναν καλά και βλέποντας πως η Πατινάζ ετοιμαζόταν να
κάνει άλλη μία επίθεση, οπλίστηκε με κουράγιο και περίμενε.
Το
γατί έκανε ένα πήδο σαν χαλασμένο ελατήριο αφήνοντας για ενθύμιο τρεις βαθιές
γρατζουνιές στο αριστερό της χέρι.
Άρπαξε
όπως όπως το πορτοκαλί ριχτάρι που αναπαυόταν μισοστρωμένο στον καναπέ και το
έτεινε απλωμένο προς το μέρος του. Θα ήταν τόσο χαζό ώστε να πέσει στην παγίδα;
Ήταν.
Η επίθεσή του έγινε το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο και σύντομα, κρατούσε
φυλακισμένο σε δύο μέτρα βαμβακερό ύφασμα Αιγύπτου το γούνινο σώμα,
προσπαθώντας να αποφύγει τις φρενιασμένες νυχιές και τα λυσσασμένα δαγκώματα.
Τα
κατάφερε. Με μία και μόνο κίνηση, άνοιξε το παράθυρο και δίχως κανένα δισταγμό
το πέταξε στην βεράντα, εξορίζοντάς το μια και καλή από το σπίτι.
Απέμεινε
να τρέμει σύγκορμη από την μάχη που είχε δώσει κοιτάζοντας την γάτα να
περπατάει αγέρωχα και μετά να εξαφανίζεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά που
οδηγούσαν στον κήπο.
Ένας
αναστεναγμός θλιμμένης ανακούφισης βγήκε από μέσα της, ενώ ταυτόχρονα υποσχόταν
να τηλεφωνήσει πρωί πρωί στον κτηνίατρο και να του αναφέρει το συμβάν.
Κι
αν είχε λυσσάξει; Μα καλά, τί σκατά εμβόλια τους έκαναν και δεν τα έπιαναν;
Αν
πράγματι η Πατινάζ είχε λυσσάξει;
Κοίταξε
τις αμυχές στο χέρι και το μέτωπό της συνοφρυώθηκε.
Αν το
γατί ήταν λυσσασμένο, την είχε βάψει. Ίσως της είχε μεταφέρει την ασθένεια, μα
από την άλλη, αυτό δεν της είχε πει ο πρώην της πως ήταν; Μία λυσσασμένη σκύλα.
Είχε πέσει μέσα μόνο στο επίθετο, κάτι ήταν κι αυτό.
Πήρε
το πακέτο με τα τσιγάρα κι άναψε ένα. Η νικοτίνη φάνηκε να κάνει την δουλειά
της και έχοντας κα[νίσει και το δεύτερο, κατάλαβε πως είχε ηρεμήσει. Λίγο. Δεν
σου τύχαινε τόσο συχνά δα να θέλει να σε φάει ζωντανό το κατοικίδιό σου.
Παράτησε
την γόπα μισοσβησμένη να καπνίζει από μόνη της στο τασάκι και πήγε στην
κουζίνα. Ένα ποτήρι κρύο νερό έσβησε τις φλόγες που άναβαν στο εμπρηστικό
στουπί στο οποίο και είχε μεταμορφωθεί ο λαιμός της κι ύστερα ήπιε άλλο ένα.
Επέστρεψε
στο σαλόνι.
Το
νερό κόντεψε να της βγει από την μύτη.
Το
σίδερο στρίγγλισε ξανά.
Το
ρολόι χτύπησε μία μετά τα μεσάνυχτα.
Η
νύχτα σκοτείνιασε περισσότερο κι έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε σαν τον αυτόχειρα που
αυτοκτονεί πηδώντας από μία ταράτσα.
Το
αίμα στράγγισε ολοκληρωτικά από μέσα της, φυλακισμένη καθώς ήταν πια μέσα στο
ίδιο της το σπίτι, σε ένα μοναχικό σπίτι, χτισμένο στους πρόποδες κάποιου
βουνού με ένα και μοναδικό έρημο δρόμο να στρίβει πότε εδώ, πότε εκεί, σαν ευλύγιστο
σώμα θανατηφόρου ερπετού, που κάπου στο τέλος του σε βγάζει σε πανάρχαια
ερεβώδη σπήλαια με εξίσου πανάρχαιες λατρευτικές ενδείξεις κάποιων επίσης πανάρχαιων
αγνώστων θεών.
Η
νύχτα έπεφτε, έπεφτε πιο γρήγορα απ' όσο περίμενε κι όταν το βλέμμα της έπεσε
κι αυτό έξω από το παράθυρο, της έπεσε το τρίτο τσιγάρο που είχε ανάψει, κι
έπειτα της έπεσε και το χέρι χτυπώντας αποκαρδιωμένα στο πλευρό κι έκανε κάτι
να ψελλίσει στα εκατοντάδες μικροσκοπικά, τριχωτά σώματα που είχαν γεμίσει απ'
άκρη σ' άκρη την βεράντα φυλακίζοντάς την εκεί μέσα, εγκλωβίζοντάς την σε ένα
δυσοίωνο εφιάλτη, πιο βασανιστικό κι από το καταραμένο αυτό μαχαίρι που σφάζει
ονειρικά έναν αθώο αφαλό και τρελαμένα σχεδόν κάρφωσε την υγρή της ματιά σε
όλες αυτές τις γάτες κι αυτά τα ορθάνοιχτα παρανοϊκά στόματα που καμάρωναν για
αυτές τις αποκρουστικά κοφτερές οδοντοστοιχίες και σε αυτά τα πελώρια ματωμένα
μάτια που καθρέφτιζαν αυτή την πείνα, αυτή την ανίερη, νυχτερινή πείνα
που απόψε θα προσπαθούσαν να κορέσουν με κάθε ανώμαλο, αλλοπρόσαλλο, φριχτό
τρόπο.
© 2012 By Madame Endora
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου