Ιδιότροπη
ερωμένη μου, Εσύ,
Αλεξάνδρεια,
[Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι] 1
Ομφάλιε Λώρε που ενώνεις το τώρα και το χθες,
ήρθα κοντά σου όταν στο όνειρο βυθίστηκα.
Κύμα
επτάκρυφο, ατόφιο αλεξανδρινό με έφερε σε σένα
και ήξερα πως το ταξίδι αυτό
γινόταν για εκείνη την Αλεξάνδρεια,
του τότε και των αναμνήσεων,
των θρύλων και
των μύθων,
του πόνου και της νοσταλγίας,
του Έρωτα που γνώρισα σε κάμαρη
ντυμένη με δαντέλα.
Ω
Αλεξάνδρεια, Κλέωνα με καλούσαν, όμως
[Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους] 2
δεν ήμουν
μονάχα ο Κλέων, γιατί ήμουν εκείνος, ναι μα και ο Ιγνάτιος μαζί, ένας Τιμόλαος,
ένας Αλέξανδρος και ένας Μύρης. Ολάκερη Εσύ κρυβόσουν μέσα μου.
Ήρθα σαν γέρος,
[Ξέρει που γέρασε πολύ, το νοιώθει, το κυττάζει] 3
μία
γνήσια ελληνίζουσα γέρικη μορφή, ένας κολοσσιαίος Σέραπης με ύψος κραταιό και
πλούσια, πυκνή γενειάδα, με βλέμμα φωτοφόρο, ζωντανό, με πύρωμα εκεί που λεν
πως κατοικεί η Ψυχή. Με είδα λοιπόν να φτάνω στο λιμάνι σου και μόλις το χώμα
σου ένα έγινε με την δική μου σάρκα, δεν ήμουν γέρος πια. Ήμουν μεστό καλοκαίρι, παλικάρι που δεν είχε κλείσει καν τα είκοσι.
Ποθητή
Αλεξάνδρεια με τα αρωματισμένα σου μελτέμια,
με
κάλεσες κι ήρθα και χάθηκα στους λαβύρινθους που ευλαβικά κρατάς στον κόρφο
σου, ήρθα με πόδια που δεν γνώρισαν την κούραση, εκτός από εκείνη την γλυκιά
της τρεχάλας για το αντάμωμα ενός κοριτσίστικου χαμόγελου κι ενός λευκού, λινού
φορέματος.
[Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους
κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε] 4
Τότε, την
φίλησα και μύρισα εσένα, Αλεξάνδρεια,
τώρα,
φιλώ εσένα και μυρίζεις Έρωτα.
Τότε, την
άγγιξα κι απ' το άγουρο κορμί της αναδύθηκες εσύ, Αλεξάνδρεια,
τώρα,
αγγίζω εσένα και αναδύεις τον Έρωτα.
Πλανεύτρα
Αλεξάνδρεια,
λάβρο
ξεχύθηκε του νόστου το ψιθύρισμα από τον γαλακτόχρωμο λαιμό σου και μ' έφερες
απόψε να πατήσω τα χρυσοποίκιλα βασίλειά σου, να ξαναγίνω Έρωτας. Μονάχα ένας
δρόμος πια απέμεινε, να πιω, να πιω, να ζαλιστώ.
[Κ' ΄ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής] 5
Και ήπια
λοιπόν και μέθυσα και τώρα, Αλεξάνδρεια του Μύθου,
μπρος μου
ξεγυμνώσου και γίνου σκόνη και χώμα, επάνω σου να κυλιστώ και να ενώσω τον
αρσενικό ιδρώτα μου με την θηλυκή ευφορία σου. Πάρε με στην τρυφηλή σου
αγκαλιά, γιατί είναι αδύνατο να ξεχάσω την σεβαστή μορφή σου, Αλεξάνδρεια, τους
δρόμους, τα σπίτια, τα λιμάνια σου, την ηδονή που μου 'δωσες καθώς κοιτούσα τις
δυό αρμυροφιλημένες θάλασσές σου. Αναμνήσεις κλεισμένες σαν σε πολυταξιδεμένο κεχριμπάρι.
Διπλά
πολύτιμη Αλεξάνδρεια, σκληρή και λεπτεπίλεπτη συνάμα,
ένα
ονείρεμα ήσουν για μένα, ένα ονείρεμα πάνω σε γέρικο, ανήμπορο κρεβάτι.
Πικρή
στην σκέψη η αποχώρηση, μα στην καρδιά γλυκιά η επιστροφή.
[Αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει] 6
Το ξέρω
πια. Θα επιστρέψεις
[επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται ...] 7
θα
επιστρέψεις για να αναπνεύσω και πάλι στο όνειρο τον αιθέριο αέρα σου και να
ακούσω την πανάρχαιη μουσική που παίζεις για να νανουρίσεις ολόκληρο τον κόσμο.
Διάχυτη η νοσταλγία μου για σένα, Αλεξάνδρεια, μα όρκο σου κάνω πως ήσουν πάντα
στο μυαλό μου κι ας ξημερώνονται δεκάδες χρόνια οι ανατολές μου μακριά σου.
Ήσουν πάντα στην ψυχή μου Αλεξάνδρεια, μα θέλει τόλμη το ονείρεμα.
Ξυπνώ σε
κρεβάτι ανάστατο. Τα μάτια κοιτάζουν τριγύρω. Χαμένα κάπως, μα
[Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω] 8
η στιγμή
μου φεύγει και δεν θέλω να την χάσω, η στιγμή μου φεύγει και δεν πρέπει, είναι
στιγμή που μέσα της χώρεσαν εξήντα χρόνια προσμονής, είναι η στιγμή μου.
Ένα
ονείρεμα ήσουν για μένα Αλεξάνδρεια, ένα ονείρεμα πάνω σε γέρικο, ανήμπορο
κρεβάτι, με πόδια ακούνητα, νεκρά που μέσα τους έσπειρες και πάλι την ικμάδα κι
αυτά, κατάφεραν να τρέξουν ώστε να αντικρίσω ένα ευτυχισμένο χαμόγελο, να
ξεδιψάσω από τα κοριτσίστικα τα χείλη, να χαϊδέψω τα όχι απ' την ντροπή
κόκκινα, τρυφερά δύο μάγουλα και να αφήσω το κορμί ορφανεμένο απ' το λευκό,
λινό φουστάνι.
Το ρολόι
στον τοίχο σημαίνει μεσάνυχτα. Τριάντα γυρίσματα ακόμη ενός λεπτοδείκτη.
[Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα;
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια;] 9
Πήρα το
χαρτί και τον άνθρακα κι οι λέξεις γινήκαν εικόνες.
Σε ευχαριστώ,
ονειρεμένη Αλεξάνδρεια.
Μ' έκανες
Έρωτα και παθιασμένα σεργιάνισα στους σκονισμένους δρόμους σου.
Μ' έκανες Έρωτα
και Έζησα.
Η ώρα
πέρασε. Τα χρόνια πέρασαν. Η στιγμή επιμένει.
Ένα ποτήρι ευωδιάζει βασιλικό.
Μειδίαμα σοφό χαρίζω στα κλωνάρια και τώρα ξέρω κάτι παραπάνω.
Στεφάνι εύοσμο θα σου περάσω στα μαλλιά, γλυκιά, αγαπημένη Αλεξάνδρεια.
Να 'ναι λιγότερο πικρές οι ώρες που περνώ μακριά σου, να 'ναι ολόγλυκα σαν νέκταρ τα βραδυνά μου ονείρατα.
Στεφάνι εύοσμο θα σου περάσω στα μαλλιά, γλυκιά, πολυαγαπημένη Αλεξάνδρεια ...
K.
1]ΦΥΓΑΔΕΣ – 1914
2]ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ – 1917
3]ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ – 1897
4]ΦΩΝΕΣ – 1904
5]ΕΠΗΓΑ – 1913
6]ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ – 1911
7]ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ – 1912
8]Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ – 1919
9]ΑΠ' ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ – 1918
Πῶς τὰ καταφέρνεις καὶ μὲ κάνεις νὰ αἰσθάνομαι Μεγάλος,
ΑπάντησηΔιαγραφήἀκόμη δὲν τὸ ἔχω καταλάβει...
Κι εἶμαι μονάχα μαθητούδι ἀκόμη,
εἰς τὰ πρῶτα βήματα,
σκαρώνοντας νὰ γίνω τάχα ἄνθρωπος...
Δεν κάνω τίποτα περισσότερο
Διαγραφήαπό το να λέω την αλήθεια.
Είσαι Μεγάλος !