5.8.14

Η Ανάσα του ενός δευτερολέπτου

Ανάσα κάθε ένα δευτερόλεπτο. 
Κάποιες πνοές, ελάχιστες είναι η αλήθεια,
δεν γνώριζαν ούτε κι αυτό, 
παρά κομμάτιαζαν τον χρόνο κόβοντάς τον στο μισό.
Βλέμμα λαμπερό, στόμα ανοιχτό, οξυγόνο που χάριζε εκείνη την εύθραυστη ζωή του ενός δευτερολέπτου.
Αξιοπρέπεια στον θάνατο. 
Τρεις λέξεις που έμοιαζαν να αναδύονται από τους λευκούς τοίχους, 
τρεις λέξεις που κυλούσαν όπως κυλάει το αίμα από την πληγή, 
τόσο γρήγορα, 
όσο γρήγορο ήταν κι αυτό το ένα δευτερόλεπτο 
ανάμεσα στην μία πνοή και την άλλη.
Τα καστανά, τεράστια μάτια βυθίστηκαν στα δικά της.
«Το νερό. Σας παρακαλώ».
Φωνή που, αν και έτρεμε απ' τον πόνο, 
δεν είχε χαμένη την αξιοπρέπεια. Την ευγένεια.
Τα χείλη δροσίστηκαν  κι ένα -και πάλι- ευγενικό 
«Σας ευχαριστώ» 
βγήκε από εκείνη την 
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου
Μία ζωή που χωρούσε μέσα σε αυτό το ένα δευτερόλεπτο, 
ένα δευτερόλεπτο μεταμορφωμένο σε δύο λέξεις, 
δύο λέξεις χαρισμένες με αξιοπρέπεια σε μία άγνωστη.
«Σας ευχαριστώ».
Δύο λέξεις που έκλεβαν την ζωή από την 
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Χαρίστηκε πολλές φορές εκείνες τις ώρες, τις περίεργες,
τις μεταμεσονύκτιες, η
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου
Πάντα μαζί με ένα χαμόγελο. 
Παρά τον πόνο. 
Πάντα με αξιοθαύμαστη Δύναμη, με ζηλευτό Ήθος, 
με ειλικρινή Ευγένεια. 
Παρά την γνώση του θανάτου.
Ώρα την ώρα ο πόνος μεγάλωνε.
Ώσπου ο Ήλιος ανέτειλε, 
διώχνοντας τα σκότη που φοβίζουν {συνήθως;} 
εμάς τους ανθρώπους.
Η άγνωστη είδε την
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου 
να φοβάται κι εκείνη.
Έξι και μισή. Η απόφαση πάρθηκε. 
Τα χείλη 
ψιθυρίζουν λέξεις που μονάχα μία Ανάσα μπορεί να ακούσει.
Ένα αντίο ειπώνεται από τα εύγλωττα μάτια και των δύο.
Η άγνωστη κοιτάζει για τελευταία φορά την Ανάσα 
και στρίβει δεξιά, έπειτα πάλι δεξιά, 
βγαίνει αφήνοντας πίσω της 
... ... ... ... ... ... ...
και χάνεται στους δρόμους 
που έχουν αρχίσει να ξυπνούν κι αυτοί 
{ μα, μήπως κοιμούνται και ποτέ για να ξυπνήσουν;}


«Ο φόβος πονάει πιο πολύ και από τον πόνο. 
Αφέσου. 
Και ζήσε αυτό το ένα δευτερόλεπτο 
σαν να έχεις χρόνια ολόκληρα μπροστά σου για να ζήσεις, 
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Ο χρόνος μπορεί να πέταξε,
μα αυτό το δευτερόλεπτο είναι μόνο δικό σου
».



13.6.14

Μια φορά και ένα γαλάζιο φεγγάρι

Υγρά παιγνίδια του Γαλάζιου περιμένουν τους δύο να γίνουν Ένα ... 
Μία φορά κι ένα Γαλάζιο Φεγγάρι
σε είδα στην άκρη της θάλασσας.
Δεν ήσουν ψευδαίσθηση, ούτε οπτασία.

Ήσουν Άνδρας

του μεταμεσονύκτιου γαλάζιου φέγγους Εραστής.

Έλα
Εραστή μου, 
έλα στο ιδιωτικό σύμπαν που έφτιαξα μόνο για σένα,

έλα 
και θα σου δώσω 
Πάθος που δεν γνωρίζει τέλος,

έλα 
και θα μεταμορφωθώ 
σε Σάρκα πυρωμένη που όρια δεν γνωρίζει,

έλα 
για να τρελάνεις 
όλες εκείνες τις Αισθήσεις που μένουν ακυρίευτες από κάθε λογική,

έλα 
και θα σε πείσω 
πως οι ιδιότροπες Πύλες μου ανοίγουν φιλήδονα μόνο από το κορμί σου.

Η Σελήνη στα μάτια σου απόψε. 
Βαθύ Γαλάζιο βυθισμένο σε βλέμμα που κατακτά την Ύπαρξη.

Δεν υπάρχει ακοή,

δεν υπάρχει όσφρηση,

δεν υπάρχει γεύση.

Υπάρχει μόνο αφή.
Αγγίζω την σάρκα σου
σκληρή και παλλόμενη. 
Γεμίζεις τον κόσμο των ονείρων μου
 μα ένα κύμα έρχεται για να τα πάρει μακριά. 
Δεν φοβάμαι.  
Είσαι εδώ να μου τα φέρεις πάλι πίσω. 
Καιόμενο πόθο προσφέρεις
φλεγόμενο πάθος σου δίνω
και η Γαλάζια Σελήνη
σκεπάζει την γύμνια μας με λάμψη. 

Σε καλώ
φωνάζω να ακούσεις τις απαιτήσεις μου,
ικετεύω να δείξεις άκρατο πόθο, 
καίγομαι να υποταχθώ μόνο σε σένα.
Αγκάλιασέ με ...
άσε με να γευτώ την αλμύρα της σάρκας σου.
Σφραγίδα θα βάλω πάνω σου, υγρό παράφορο σημάδι.
Τίποτα δεν μου χαρίστηκε, ποτέ. Μονάχα Εσύ.  
Ξόρκι γαλάζιο ψιθυρίζω να ενωθείς ξανά με την Ολότητά μου.
Μονάχα Εσύ ακούς του κορμιού μου το Κάλεσμα.  
Μία μεγάλη νύχτα μας προσμένει 
να βυθιστούμε στα γαλάζια δίχτυα της 
και να μην της ξεφύγουμε ποτέ ...

               © 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Find Me Under The Moonlight


 

26.5.14

Το Φεγγάρι του Ατέρμονου Θέρους



Να με περιμένεις 
όταν η Κυρά του Ουρανού εγκυμονήσει 
το Φως του Τέλειου Κύκλου


Το τραγούδι του Κογιότ
θα υφάνει τον Θρύλο.
Μετά από αιώνες σιωπής ηθελημένης
Μύησης Λόγια θα διηγηθώ για χάρη σου
και με εκόνες αρχέγονες θα γεμίσω το μυαλό σου.
Δεν επιθυμώ να γίνεις κάποιος άλλος.
 Θέλω να θυμηθείς τον Εαυτό σου.


Χορός κυκλικός
θα ξεσηκώσει το χώμα της Μητέρας Γης       

που τα γυμνά πόδια μου δοξασμένα θα ποδοκροτούν


κι όταν κόκκοι Αιώνων θα πλημμυρίσουν τα μάτια σου

με μύθους θα σε περιβάλλω


και καθαρά θα δεις
την Μνήμη του Παρελθόντος να ενώνεται με το Παρόν.


Με το Φτερό του Αετού θα τιμήσω το Θάρρος σου.
Θα σου χαρίσω την Δύναμη του Οράματος
και της Μαντείας την Ικανότητα,
το Όνειρο θα σου μιλάει με Αλήθεια
και το Μεγάλο Πνεύμα θα ενώσει τα δικά μας.
Αρσενικό και Θηλυκό θα γίνουν Ένα,
στον Βορρά και στην Δύση,
στην Ανατολή και στον Νότο
όπου ο Μαγικός Τροχός αέναα γυρίζει και μας περικλείει.


Τα μάτια σου στα μάτια μου.
Τα χείλη σου στα χείλη μου.
Τα χέρια σου στα χέρια μου.
Θα με πάρεις μέσα σου,
στην Όραση και την Ακοή,
στο Μυαλό και την Καρδιά,
θα σε πάρω μέσα μου μία φορά περισσότερη από εσένα
και θα κατοικήσεις εκεί.
Είμαι το Φεγγάρι του Ατέρμονου Θέρους
και θα σου δώσω την δύναμη να υφάνεις τον Θρύλο σου.
Όταν το Υφαντό θα φθάσει στο τέλος
ο Χρόνος δεν θα σταματήσει.
Είμαι το Φεγγάρι του Ατέρμονου Θέρους.


Κι όταν η Νύχτα θα τελειώσει μαζί με εμάς κι εκείνη
και η δίψα σου λύτρωση θα απαιτεί
στο χέρι μου θα αναπαύονται δύο στάλες Ολολιούκι.
Παραισθήσεων Θυσία θα προσφέρω
για να εξαγνίσω το κορμί σου
κι εσύ,
Φεγγαροβρόχι θα δέσεις γύρω μου
ώστε κοντά σου να κρατήσεις λίγες ώρες παραπάνω
την Κυρά του Ουρανού
που εγκυμονεί το Φως του Τέλειου Κύκλου.




© 2014 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Σελάνας Γητείες
                                              



16.5.14

Απόψε η Νύχτα






Απόψε

πετάχτηκα ως την Ξάνθη για να καπνίσω βαρύ πομάκικο καπνό
και ως τον Έβρο έφτασα για να φυλάξω τις δικές μου Θερμοπύλες.



Περπάτησα στην Χίο με βήματα σεβάσμια 
για να μαζέψω τα Δάκρυα των Δέντρων
και στην Κεφαλλονιά βυθίστηκα σε μήτρα σπηλαιώδη
για να γνωρίσω από κοντά κι εγώ 
κάτι το τόσο χθόνιο και αποτροπαϊκό
που να έχει όμως όνομα γλυκό, 
γλυκό σαν Μελισσάνη.

Έπειτα, 
πήρα τον Βορρά κι ανέβηκα στην Σαμοθράκη,
Θυσία να δώσω εκείνα τα θλιμμένα, τα παλιά τα χρόνια μου, 
αυτά που κάποτε με τραβούσαν πάντα πίσω,
και ξαφνικά, 
κάπου στον Νότο και σε στεριά που είναι γνωστή σαν Πελοπόννησος 
γάργαρο κάλεσμα ακούστηκε να αντηχεί.

Και ναι ... η Νέδα η ελικόρροη ήταν εκείνη που με φώναζε 
με το όνομά μου το κρυφό,
αυτό που μόνο ο Άνεμος το ξέρει, 
για να βουτήξω έστω για λίγο στα παγωμένα της νερά, 
έστω και λίγο 
ή για όσο η σάρκα μου αντέξει,
ίσα να δροσιστώ, 
ίσα για να συγκεντρωθώ για τον επόμενο Σταθμό ...

Σταθμός Άρωμα.
Τρέχω,
τρέχω με αέρινα πόδια για να μυρίσω το Φιόρο του Λεβάντε, 
να το κρατήσω τρυφερά στο ένα μου χέρι
ενώ με το άλλο γνέφω Αντίο, σε ποιον, σε τι ... 
ούτε κι εγώ δεν ξέρω
τώρα πια. 

Λεβάντα είναι το άρωμα της Νιότης μου, 
Κρυφτό είναι το παιγνίδι των Χρόνων μου,
Χαμόγελο είναι η εικόνα του Μέλλοντος.

Τρέχω λοιπόν, 
τρέχω να πολεμήσω σαν Ιππότης, σαν Ναΐτης,
υπέρμαχος ανδρείος με έμβλημα ένα γλυπτό από Fleur-de-Lis
φτάνω στην καστροπολιτεία της Μόνης Έμβασης κι έπειτα,
ξεχνώ πως είμαι απλά ένας Τριστάνος 
και
τρέχω, τρέχω, τρέχω να σκαρφαλώσω 
πάνω σε ερειπωμένους μανιάτικους πύργους.

Το αέρινο φάντασμά μου θα νικήσει τον ~Πανδαμάτορα ;~ Χρόνο 
κι εγώ τώρα πια, 
σαν άλλη, σαν άλλη, σαν άλλη μία ρομαντική Ιζόλδη 
με κόκκινα, καστανοκόκκινα, μακριά κυματιστά μαλλιά
τρέχω, τρέχω, τρέχω να προλάβω.
Ποιον, τι ... 
ούτε κι εγώ δεν ξέρω

τώρα πια. 

Λεβάντα είναι το άρωμα της Νιότης μου, 
Κρυφτό είναι το παιγνίδι των Χρόνων μου,
Χαμόγελο είναι η εικόνα του Μέλλοντος.



Νυχτερινής Φαντασίας Περιπλανήσεις
με Ένα και μόνο μουσικό θέμα που ταιριάζει απόλυτα και μόνο σε αυτές ...
Te Walkabouts - The Train Leaves at 8:00



© 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Σκέψεις

10.4.14

Έρως Νειλοπλόος



         Έλα 

     και με μια φελούκα φτιαγμένη από τα χέρια της Κεμέτ θα σε βαπτίσω στα νερά του ζωοδότη Νείλου που Δύο Γαίες πλημμυρίζει ρίχνοντας σπόρο επίμονο.

      Γλυκιάς μέθης κρασί θα πιεις από τα αμπέλια της εύφορης Σεμπά και θα διαβείς αιώνες ιστορίας πασπαλίζοντας το Είναι σου με σκόνη αρχαία, εκλεκτή.

        Θα είμαι μαζί σου. 
     Κι όσο για θρύλους, για μύθους και για μυστικά θα τραγουδώ, κι όσο θα ψιθυρίζω παραδόσεις που εμπνεύστηκαν από λάσπη και ιδρώτα και έρωτα, το παρελθόν σου θα χαρτογραφώ και θα μυώ τον Βασιλέα μου στο μέλλον του.


      Έλα λοιπόν…
  
     Στις ατραπούς της Αλεξάνδρειας θα ευφρανθείς με στύρακα, άμβρα και κιννάμωμον, ενώ σε πάπυρο, σε πέτρα και περγαμηνή θα αποτυπώσω το ολόδροσο φιλί σου. Στο δυτικό λιμάνι της θα ρίξεις δίχτυα σθεναρά για να με βρεις και να αιχμαλωτίσεις το κορμί μου, ύλη ακατέργαστη που επιθυμεί να αγκαλιαστεί με πόθο, σώμα που αν λεηλατηθεί θα αναδυθεί από μέσα του το άρωμα ενός χαδιάρικου λωτού. Στον Φάρο θα φωτίσεις τα σκοτάδια σου και θα καλωσορίσεις την λάβρα αυτή ραστώνη που χαϊδεύει πάντα τρυφερά όλες τις αλεξανδρινές σου νύχτες.

      Στις δίδυμες, αγαπημένες αδελφές, Δαμιέτα και Ροζέτα τις καλούν, εκείνη η τελευταία έκρυβε στα σπλάχνα της την λύση του ιερογλυφικού αινίγματος, λευκό τριγωνικό πανί θα ανοίξω για το χατίρι σου και άνεμος μεθυστικός θα στείλει την φελούκα μου στην γόνιμη αγκαλιά του τροφοδότη Νείλου. Μυσταγωγίας ύδατα θα μας φέρουν ως την Γκίζα με τις ανεπηρέαστες από το φόβητρο του πλεονέκτη χρόνου πυραμίδες.


               Εκεί, θα σε συστήσω απ' την αρχή στον Ώρο του Ορίζοντος, την ανδρόγυνη φιγούρα που τώρα οι θνητοί λένε πως είναι η Σφίγγα. Στα πόδια της κρύβει ένα ναό και ίσως την νύχτα εκεί περάσουμε τις ώρες που απομένουν ώσπου να ’ρθεί το χάραμα. Θαμμένα, καλά κρυμμένα μυστικά μαζί με μας θα ξαγρυπνήσουν και θα αποκαλυφθούν, εκεί, στο άδυτο των μυστικών σου, αρκεί να με δεχτείς στην αγκαλιά σου.


      Έλα και θα αγγίξεις το αλάβαστρο στην Μέμφιδα και απ’ την αγνή στιλπνότητα τα χέρια σου θα γλυκαθούν, το ίδιο και το χαμόγελό σου. Μία αγαλμάτινη Τριάδα, δική σου, του καλλιπρόσωπου δημιουργού Φθα και της πολεμικής Σεχμέτ με το κεφάλι λιονταριού θα σε προϋπαντήσει λίγο προτού αντικρίσεις τον βασιλικό εαυτό σου σκαλισμένο σε κολοσσιαία πέτρα, μα αυτό επιθυμώ. Να θυμηθείς ποιος είσαι. Κι όταν το θέλημά μου σαρκωθεί, οι αναμνήσεις μιας περασμένης ζωής θα βάψουν ερυθρό το πρόσωπό σου σαν τον πορφυρό βράχο που αναδύεται από το βασίλειο του Σεθ, την κόκκινη έρημο του Νταχσούρ, αυτήν που κάποτε λεγόταν και Ντεσρέτ.

      Έλα μαζί μου κι όχθη ανατολική θα δεις να απλώνεται μπροστά σου. Την χώρα της θα σε αφήσω να πατήσεις. Πάνω σε χώματα άδηλα, πανάρχαια, αλλόκοτα, μα πάντα σκονισμένα από το χάδι του φτερού της αιωνιότητας, θα αντικρίσεις το σώμα της Μπαστέτ, της γάτας που αναπαύεται στον τόπο της Βουβάστεως, ενώ τα δώρα που θα σου δοθούν το βράδυ που θα ανταμώσεις τον πόθο και τον έρωτά μου, δύο βραχιόλια από χρυσό κι ένα από λάπις λαζούλι, να τα κρατάς και να τιμάς τον αίλουρο της ερήμου.

      Έλα και από μακριά θα δεις την όαση εκείνη που αποκαλούν Φαγιούμ, ξέρεις, εκείνη που στα καφετιά της χώματα έκρυβε θλιμμένες Ρωμαϊκές όψεις και κάποτε ο Ηρόδοτος στην έρημό της διέκρινε λαβύρινθο σαγήνης όπου χιλιάδες κροκόδειλοι έγιναν φύλακές του, μα χάθηκε τώρα πια ο λαβύρινθος στην άμμο και μείναμε μονάχα εμείς. Την νύχτα, με την ανατολή των δεκανών του Σώθεως, εκτός από τον εαυτό μου θα σου προσφέρω φυλακτό από ίασπη με χαραγμένη επίκληση για να μην λησμονήσεις ποτέ τις στιγμές που σε έκανα δικό μου. Ώρες μετά, εωθινό φιλί θα σε ξυπνήσει και μπρος στα ακούραστα χέρια σου, θα απλωθούν καρποί από τα δένδρα της ζωής που συνεχίζουν να γεννιούνται στην καταπράσινη όαση. Την πείνα σου θα ξεγελάσω με χουρμαδιές, περσέες και συκομουριές, μήπως και έτσι θυμηθείς ποιος είσαι.

      Άκου τον μύθο που εξιστορεί το κύμα του Νείλου. Μας φέρνει στου θρυλικού Οξύρρυγχου τα κατανυκτικά νερά, όπου το σώμα του Άρχοντος των Τεθνεώντων θα αναστήσω και θα απαιτήσω πληρωμή από τους φύλακες του πλοίου του Ήλιου Ρα δώδεκα νύχτες έναστρες γεμάτες με Σελήνη. Έλα κι έτοιμο θα ’χω δαχτυλίδι από φαγεντιανή με χάντρες από κόκκινο καρνεόλιο να σου το δώσω με αφοσίωση λατρευτική, να το κοιτάς νοσταλγικά, να αναπολείς τον Νείλο.

      Έλα κι εκεί που ο Θωθ και ο Ερμής λατρεύονταν σαν Ένα, στην Χεμενού ή Ερμούπολη της δυτικής όχθης του Νείλου, ώρες Οκτώ θα ζήσουμε μονάχα, γιατί ετούτος ο θεός τιμάται σαν Κύριος της Ιεράς Ογδόης. Οκτώ θεοί, ώρες Οκτώ και Βασιλέας μου Εσύ, σε τόπο που ένας χιλιοπατημένος χωματόδρομος μας οδηγεί σε ερειπωμένες κατακόμβες. Γαλάζιο σκαραβαίο θα σου περάσω στον λαιμό ενώνοντας δύο ιερότητες μαζί. Χεπέρ τον έλεγαν παλιά, και ήταν θεός της μεταμόρφωσης. Έτσι θα μεταμορφωθείς κι εσύ σε αυτόν που πρέπει να είσαι.

      Έλα… Στην Άβυδο θα ζήσεις τον ματωμένο Μύθο τον Οσίρειο κι αν είσαι τυχερός, εδώ που κενοτάφηκε ο κύριος του θανάτου, ίσως και πάλι ζωντανό αντικρίσεις τον από εμένα Αναστημένο Όσιρη. Θα συναντήσεις τους παλιούς θεούς, τον Φθα, την Ίσιδα, τον Ώρο και γύρω στο σούρουπο θα δεις το γραμμένο στην Λίστα των Βασιλέων της Αβύδου όνομά σου. Θα το διαβάσεις φωναχτά γιατί ζητώ να θυμηθείς ποιος είσαι.

     Δίπλα απ' την Άβυδο, στην Δένδερα, θεά ερωτική θα συναντήσεις. Παλαιότερα την έλεγες Αθώρ. Θα ασπαστείς το άγαλμα του Χαπύ κι αν τώρα δεν γνωρίζεις τον θεό, σου λέω πως είναι ο Νείλος. Να του προσφέρεις το σοντέρ που θα ’χουμε μαζί μας, θυμίαμα γλυκύτατο και διεισδυτικό.



            
    Η χάρη του θεού θα κατοικήσει στην καρδιά σου και οι αναμνήσεις των υδάτων του θα πλημμυρίσουν το μυαλό σου. Τις ώρες της αμφιλύκης οι ιστορίες που χρόνια περίμεναν να ειπωθούν, θα αναβλύσουν σαν δάκρυα από μέσα μου κι αυτά τα δάκρυα θα πιεις, να πολεμήσεις, να νικήσεις την σκορπιόμορφη θεά, να ξεδιψάσεις από την κάψα της ερήμου.

    Έλα και πάνω στις Πάνω Θήβες, Ουάσετ τις καλούσες άλλοτε, θα εορτάσεις την Οπέτ και θα χορέψεις όλη νύχτα γεμίζοντας τον αστροφώτιστο αρχαίο ουρανό με άρωμα αρχέγονο, διεγερτικό, φερμένο από την Γη του Πουντ; ποιος ξέρει… Ουάσετ τις καλούσες πιο παλιά κι έδωσες το όνομά τους στον τέταρτο γιο, εκείνον που δεν γεννήθηκε από μένα, μα ήταν ο αγαπημένος σου. Κχα-Εμ-Ουάσετ τον καλείς όταν κοιμάσαι και στου ονείρου σου την φευγαλέα αλήθεια βυθίζεσαι. Λίγα μέτρα πιο μακριά υπάρχει ένας ναός χτισμένος από σένα. Θυμάσαι την βάρκα του Άμμωνος που έβγαινε από το ιερό του για να αναγεννηθεί ο κόσμος; Στον Τόπο της Πρώτης Φοράς θα θυμηθείς, ακόμα κι αν η μνήμη σου πεισματικά λαθεύει. Πιάσε το χέρι μου κι έλα να περάσουμε τον κεντρικό πυλώνα, εκείνον που στα αριστερά φιλοξενεί μονόλιθο οβελίσκο, να δεις το κόκκινο της πέτρας, να φλογιστούν τα μάτια σου, να φλογιστούν τα χέρια σου, να φλογιστούν τα χείλη σου, να θυμηθείς ποια είμαι εγώ, να θυμηθείς ποιος είσαι εσύ, να θυμηθείς τα έργα σου και να πειστείς πως μόνο για σένα υφαίνω την αλήθεια.

      Έλα μαζί μου στο Καρνάκ. Στις Λεωφόρους του σαν το παιδί χαρούμενα θα τρέξεις γύρω από πέτρινες στοές, ενώ μία προς μία οι Σφίγγες την δύναμη των αέρινων ποδιών σου θα χειροκροτούν, οδηγώντας τα βήματά σου σε έναν ψηλό οβελίσκο που η κορυφή του αγγίζει ουρανό.


                Στην Μεγάλη Υπόστυλη Στοά θα μας βρει το μούχρωμα όπου θα ξετυλίξω ιστορίες από τα παλιά, θλιμμένοι απόηχοι εποχών περασμένων κι όταν τα μάτια σου αγκαλιάσουν όλον τον τόπο, έμπειρο χέρι θα σκαλίσει περίαπτο από οινοειδή αμέθυστο για να σου το χαρίσω και να θυμάσαι το βασιλικό λινό που άπλωσα στο χώμα για να δεχτεί το σώμα σου να κοιμηθείς γαλήνια. Μόλις ο Ήλιος ξεκινήσει το ταξίδι του θα σε οδηγήσω προς τον νότο και παίρνοντας νερό απ’ την καθαγιασμένη λίμνη θα ρίξεις λίγο στα μάτια σου, να ανοίξουν, να δεις πιο καθαρά, να θυμηθείς ποιος είσαι.


      Έλα… Μπορεί ο Ήλιος να καίει ακόμα πιο πολύ μα βάζω πλώρη δυτική για να περάσουμε στην όχθη των Θηβών. Εδώ, υπάρχει μία νεκρόπολη γεμάτη τύμβους βασιλέων και βασιλισσών. Νεκρά εδάφη, στείρα χώματα, που ψιθυρίζουν με το πέρασμα του ανέμου την ματαιότητα της ζωής που κείτεται θαμμένη στους Οίκους των Χιλίων Ετών.

      Έλα μαζί μου στα όρη που κρύβουν τα ιερά σώματα και αν ακούσεις την θλιμμένη ωδή του Μέμνονος, μην φοβηθείς, είναι ο ελεύθερος Βορέας που φιλάει την χρυσαφιά πέτρα και μαζί στενάζουν από την μοναξιά των τιτάνιων Κολοσσών, βλοσυροί ακοίμητοι φρουροί της νεκρικής κοιλάδας. Μονάχα εγώ κι αυτοί απομείναμε μάρτυρες σιωπηλοί της περασμένης σου ζωής.


      Έλα… Και στην Κοιλάδα των Βασιλέων δεν θα είσαι απλά δύο γράμματα κι ένας αριθμός. Κάποιοι σε ονόμασαν Κάπα Βήτα 7, μα μόνο εγώ γνωρίζω το πραγματικό σου όνομα. Μένει μονάχα να το θυμηθείς κι εσύ. Εδώ θα αφουγκραστείς λαχταριστές σιωπές, θα ανταμώσεις τις Επτά Αθώρ με τα ιερά, κόκκινα νήματα που οι Έλληνες τις γνώριζαν σαν Μοίρες, θα αναπνεύσεις χώμα και αιωνιότητα κι όταν βρεθείς στου τύμβου σου το ζοφερό σκοτάδι, ίσως τα γκρίζα μάτια σου βουρκώσουν την Δέκατη Ώρα της Νυκτός, μα ο πιστός σου υπηρέτης, ένα μικρό πρασινωπό αγαλματάκι φτιαγμένο από χαλκό που κάποτε το λέγαμε ου-Σαμπτί, θα βρίσκεται εκεί το δάκρυ σου να κλέψει. Θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί, να κλέψω τις ώρες που προορίζεις για την νύχτα. Άλλη μία ιστορία θα βγει από τα χείλη μου, για έναν αιρετικό που λάτρεψε μόνο τον Ήλιο, αποστασία βέβηλη που επέσυρε την χειρότερη τιμωρία, την εξαφάνιση του ονόματός του. Έσπασαν πέτρες, έσβησαν χαράγματα, γκρέμισαν ναούς και το νεκρό σώμα του καταραμένου Ακχενατών τάφηκε στην Αμάρνα. Δεν θα σε πάω ως εκεί, ο χρόνος μας εκπνέει και φεύγει σαν την τελευταία ανάσα του μελλοθάνατου και πρέπει να θυμηθείς ποιος είσαι πριν φτάσουμε στο τέλος


      
Έλα το μεσονύκτιο όπου το κάλεσμα του Τόπου της Αλήθειας θα ακούσεις. Στο Σετ Μαάτ θα ανταμώσεις τον γλύπτη, τον ζωγράφο και τον λιθοξόο, που με μία πέτρα που αποκαλούσαν Λίθο του Φωτός, σκάλιζαν ασβεστόλιθους έχοντας πάντα στο μυαλό την Βίβλο των Αναπνοών μα και την Βίβλο των Νεκρών. Σμίλευση αιωνιότητας χρειάζεσαι για να θυμηθείς. Κι αυτό το ταξίδι με την φελούκα, σμιλεύει το μέλλον σου.

      Τα νερά κυλούν ήρεμα και εμείς ατενίζουμε την Άνω Αίγυπτο. Θυμάσαι το Λευκό Στέμμα που φορούσες όποτε έφτανες σε αυτές τις εσχατιές; Έλα και μόλις δεις την Απολλινόπολις ή Έντφου αν προτιμάς, τρέξε ως εκεί στον Θρόνο του Ώρου να καθίσεις μεταμορφωμένος σε περήφανο Γεράκι κι έπειτα, πετώντας ψηλά, θα φτάσεις στην Ελεφαντίνη και σε ένα μοναχικό νειλόμετρο θα μετρήσεις αυτά που αισθάνομαι για σένα.

      Τασετί θα αποκαλέσεις τα περίχωρα, ώσπου σιγά σιγά οι αναμνήσεις θα γίνονται ολότελα δικές σου. Μόλις η νύχτα έρθει και ξαπλώσω δίπλα σου, σπάνιο ελεφαντοστό θα σου προσφέρω, με τον καθαγιασμένο οφθαλμό Ουετζάτ να δίνει φως στων λογισμών σου το σκότος, να το κοιτάζεις κάθε μέρα που περνά για να θυμάσαι πως μαζί μου διέσχισες τον Νείλο. Το νυσταγμένο βλέμμα σου θα αγκαλιάσει το νησάκι Φίλαι, αυτό που τώρα αποκαλούν Μαργαριτάρι της Μέλαινας Γαίας και με αυτήν την άσπιλη εικόνα, θα κοιμηθείς.


           Ένας ναός υπάρχει πάνω εκεί αφιερωμένος στην Ίσιδα και τον γιό της Αρποκράτη. Την σιωπή του γιου δεν τολμώ να την κρατήσω, μένοντας ξάγρυπνη κοντά σου μέχρι το επόμενο πρωί, τα χείλη μου ερωτικά σου ψιθυρίζουν λόγια ισχύος, λέξεις μαγικές, να θυμηθείς ποιος είσαι όσο κοιμάσαι κι όσο ονειρεύεσαι. Μαζί με το φιλί, ανάσα ζείδωρος μόνο για σένα εκπνεόμενη, σου δίνω δέλτο ιερή από ερυθρωπό λαζουρίτη, στο χέρι θέλω να τον κρατάς, να θυμηθείς το παρελθόν σου. Να ξαναγίνεις κρατερός κι ένδοξος Νειλοπλόος.


      Έλα και θα λουστείς στα ύδατα του Πρώτου Καταρράκτη, καθώς θα ταξιδεύεις στα βαθιά, ορμητικά νερά του Γαλάζιου Νείλου, και μέρες μετά, νύχτες μετά, με δοξασμένα βήματα και πάλι θα πατήσεις τα εδάφη της Νουβίας όπου κορμί με κορμί θα δώσουμε άλλη μία μάχη στο Καντές και νικητές θα πλημμυρίσουμε πάλι με κίνδυνο κι ετούτη την φορά το Αμπού Σιμπέλ.

      Έλα κι έφτασε η ώρα που αγκαλιά θα περάσουμε τις Πύλες της Ουάτ. Κοίτα την έρημο, απλώνει κατακτητικά την θάλασσά της. Η ανεμοδαρμένη άμμος ανταγωνίζεται τον πυρωμένο χρυσό, οι καμπύλες της σου θυμίζουν εκείνες του κορμιού μου, το βλέμμα σου ανελέητο, τα χείλη μου αδηφάγα. Κάνε δική σου αυτή την γη, κάνε και μένα δική σου… Δεν είμαι οφθαλμαπάτη, είμαι γόνιμη γη, ανέγγιχτη αιώνες τώρα, με φλέβες που μέσα τους κυλάει η άμμος κι εσύ. 

      Το τελευταίο δώρο μου είναι το φίδι. Φίδι ενωμένο με χρυσάφι, πάνω ακριβώς από το μέτωπο. Ουραίος από τον πολύτιμο χρυσό της σάρκας όλων των θεών. Χεπρές το έλεγες χιλιάδες χρόνια πριν κι ήταν το στέμμα που φορούσες για να ενώσεις Δύο Γαίες, την Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Θυμάσαι, το βλέπω στην αδάμαστη, ορμέμφυτη ματιά σου.

         Τα μάτια σου αγκαλιάζουν την ύπαρξή μου ολόκληρη, την άφθαρτη, σκληραγωγημένη πέτρα, τα απόκρημνα, κολοσσιαία βράχια, τον ήλιο που ντύνει τα γυμνά βουνά με πύρινο φως από αίμα, λίγο προτού αποσυρθεί και δώσει την θέση του στην Νουτ.

      Θυμάσαι πια πως στην καρδιά σου κρύβεται ολόκληρη η αρχαιότητα. Άνθη Λωτού και Πάπυρου γεννούν τα χέρια σου να στεφανώσεις τα μαλλιά που τόσο αγάπησες και τότε αναδύονται από μέσα μου πικάντικες, επίμονες χιλιόχρονες μνήμες του Νείλου.

         Θυμάσαι ποιος είσαι. Θυμάσαι τί είσαι.
      Ήρθες… Και με μια φελούκα φτιαγμένη από τα χέρια της Κεμέτ σε βάπτισα στα νερά του ζωοδότη Νείλου που Δύο Γαίες πλημμυρίζει ρίχνοντας σπόρο επίμονο.

      Ήρθες… Και έγινες ο Ραμσής κι έγινα η Νεφερταρί και λατρεύοντας τον Ήλιο Θεό, σκληρός γρανίτης έγινε το κορμί σου, εύπλαστος σχιστόλιθος έγινε το δικό μου, κι αφήσαμε τις ακτίνες του Ρα να μας πάρουν μαζί τους ώστε να κάνουμε ξανά και ξανά αυτό το ταξίδι 
μέσα στον χρόνο, 
πέρα από τον χρόνο, 
πίσω στον χρόνο, 
μα πάντα πάνω στην φελούκα...




© 2012 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Άνθη Λωτού και Πάπυρου, 
Πέννας Δημιουργήματα, Εξιστορήσεις



SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author