Έλα
και με μια φελούκα φτιαγμένη από τα
χέρια της Κεμέτ θα σε βαπτίσω στα νερά του ζωοδότη Νείλου που Δύο Γαίες
πλημμυρίζει ρίχνοντας σπόρο επίμονο.
Γλυκιάς μέθης κρασί θα πιεις από τα αμπέλια της εύφορης Σεμπά και θα
διαβείς αιώνες ιστορίας πασπαλίζοντας το Είναι σου με σκόνη αρχαία, εκλεκτή.
Θα είμαι μαζί σου.
Κι όσο για θρύλους, για μύθους και για μυστικά θα
τραγουδώ, κι όσο θα ψιθυρίζω παραδόσεις που εμπνεύστηκαν από λάσπη και ιδρώτα
και έρωτα, το παρελθόν σου θα χαρτογραφώ και θα μυώ τον Βασιλέα μου στο μέλλον
του.
Έλα λοιπόν…
Στις ατραπούς της Αλεξάνδρειας θα ευφρανθείς με στύρακα,
άμβρα και κιννάμωμον, ενώ σε πάπυρο, σε πέτρα και περγαμηνή θα αποτυπώσω το
ολόδροσο φιλί σου. Στο δυτικό λιμάνι της θα ρίξεις δίχτυα σθεναρά για να με
βρεις και να αιχμαλωτίσεις το κορμί μου, ύλη ακατέργαστη που επιθυμεί να
αγκαλιαστεί με πόθο, σώμα που αν λεηλατηθεί θα αναδυθεί από μέσα του το άρωμα ενός
χαδιάρικου λωτού. Στον Φάρο θα φωτίσεις τα σκοτάδια σου και θα καλωσορίσεις την
λάβρα αυτή ραστώνη που χαϊδεύει πάντα τρυφερά όλες τις αλεξανδρινές σου νύχτες.
Στις δίδυμες, αγαπημένες αδελφές, Δαμιέτα και Ροζέτα τις καλούν, εκείνη
η τελευταία έκρυβε στα σπλάχνα της την λύση του ιερογλυφικού αινίγματος, λευκό τριγωνικό πανί
θα ανοίξω για το χατίρι σου και άνεμος μεθυστικός θα στείλει την φελούκα μου
στην γόνιμη αγκαλιά του τροφοδότη Νείλου. Μυσταγωγίας ύδατα θα μας φέρουν ως την
Γκίζα με τις ανεπηρέαστες από το φόβητρο του πλεονέκτη χρόνου πυραμίδες.
Εκεί,
θα σε συστήσω απ' την αρχή στον Ώρο του Ορίζοντος, την ανδρόγυνη φιγούρα που τώρα
οι θνητοί λένε πως είναι η Σφίγγα. Στα πόδια της κρύβει ένα ναό και ίσως την
νύχτα εκεί περάσουμε τις ώρες που απομένουν ώσπου να ’ρθεί το χάραμα. Θαμμένα,
καλά κρυμμένα μυστικά μαζί με μας θα ξαγρυπνήσουν και θα αποκαλυφθούν, εκεί,
στο άδυτο των μυστικών σου, αρκεί να με δεχτείς στην αγκαλιά σου.
Έλα και θα αγγίξεις το αλάβαστρο στην Μέμφιδα και απ’ την αγνή
στιλπνότητα τα χέρια σου θα γλυκαθούν, το ίδιο και το χαμόγελό σου. Μία
αγαλμάτινη Τριάδα, δική σου, του καλλιπρόσωπου δημιουργού Φθα και της πολεμικής
Σεχμέτ με το κεφάλι λιονταριού θα σε προϋπαντήσει λίγο προτού αντικρίσεις τον
βασιλικό εαυτό σου σκαλισμένο σε κολοσσιαία πέτρα, μα αυτό επιθυμώ. Να θυμηθείς
ποιος είσαι. Κι όταν το θέλημά μου σαρκωθεί, οι αναμνήσεις μιας περασμένης ζωής
θα βάψουν ερυθρό το πρόσωπό σου σαν τον πορφυρό βράχο που αναδύεται από το
βασίλειο του Σεθ, την κόκκινη έρημο του Νταχσούρ, αυτήν που κάποτε λεγόταν και
Ντεσρέτ.
Έλα μαζί μου κι όχθη ανατολική θα δεις να απλώνεται μπροστά σου. Την
χώρα της θα σε αφήσω να πατήσεις. Πάνω σε χώματα άδηλα, πανάρχαια, αλλόκοτα, μα
πάντα σκονισμένα από το χάδι του φτερού της αιωνιότητας, θα αντικρίσεις το σώμα
της Μπαστέτ, της γάτας που αναπαύεται στον τόπο της Βουβάστεως, ενώ τα δώρα που
θα σου δοθούν το βράδυ που θα ανταμώσεις τον πόθο και τον έρωτά μου, δύο
βραχιόλια από χρυσό κι ένα από λάπις λαζούλι, να τα κρατάς και να τιμάς τον
αίλουρο της ερήμου.
Έλα και από μακριά θα δεις την όαση εκείνη που αποκαλούν Φαγιούμ, ξέρεις,
εκείνη που στα καφετιά της χώματα έκρυβε θλιμμένες Ρωμαϊκές όψεις και κάποτε ο
Ηρόδοτος στην έρημό της διέκρινε λαβύρινθο σαγήνης όπου χιλιάδες κροκόδειλοι έγιναν
φύλακές του, μα χάθηκε τώρα πια ο λαβύρινθος στην άμμο και μείναμε μονάχα
εμείς. Την νύχτα, με την ανατολή των δεκανών του Σώθεως, εκτός από τον εαυτό
μου θα σου προσφέρω φυλακτό από ίασπη με χαραγμένη επίκληση για να μην
λησμονήσεις ποτέ τις στιγμές που σε έκανα δικό μου. Ώρες μετά, εωθινό φιλί θα
σε ξυπνήσει και μπρος στα ακούραστα χέρια σου, θα απλωθούν καρποί από τα δένδρα
της ζωής που συνεχίζουν να γεννιούνται στην καταπράσινη όαση. Την πείνα σου θα
ξεγελάσω με χουρμαδιές, περσέες και συκομουριές, μήπως και έτσι θυμηθείς ποιος
είσαι.
Άκου τον μύθο που εξιστορεί το κύμα του Νείλου. Μας φέρνει στου θρυλικού
Οξύρρυγχου τα κατανυκτικά νερά, όπου το σώμα του Άρχοντος των Τεθνεώντων θα αναστήσω και θα απαιτήσω πληρωμή από
τους φύλακες του πλοίου του Ήλιου Ρα δώδεκα νύχτες έναστρες γεμάτες με Σελήνη. Έλα
κι έτοιμο θα ’χω δαχτυλίδι από φαγεντιανή με χάντρες από κόκκινο καρνεόλιο να
σου το δώσω με αφοσίωση λατρευτική, να το κοιτάς νοσταλγικά, να αναπολείς τον
Νείλο.
Έλα κι εκεί που ο Θωθ και ο Ερμής λατρεύονταν σαν Ένα, στην Χεμενού ή
Ερμούπολη της δυτικής όχθης του Νείλου, ώρες Οκτώ θα ζήσουμε μονάχα, γιατί
ετούτος ο θεός τιμάται σαν Κύριος της Ιεράς Ογδόης. Οκτώ θεοί, ώρες Οκτώ και Βασιλέας
μου Εσύ, σε τόπο που ένας χιλιοπατημένος χωματόδρομος μας οδηγεί σε ερειπωμένες
κατακόμβες. Γαλάζιο σκαραβαίο θα σου περάσω στον λαιμό ενώνοντας δύο ιερότητες
μαζί. Χεπέρ τον έλεγαν παλιά, και ήταν θεός της μεταμόρφωσης. Έτσι θα
μεταμορφωθείς κι εσύ σε αυτόν που πρέπει να είσαι.
Έλα… Στην Άβυδο θα ζήσεις τον ματωμένο Μύθο τον Οσίρειο κι αν είσαι
τυχερός, εδώ που κενοτάφηκε ο κύριος του θανάτου, ίσως και πάλι ζωντανό
αντικρίσεις τον από εμένα Αναστημένο Όσιρη. Θα συναντήσεις τους παλιούς θεούς,
τον Φθα, την Ίσιδα, τον Ώρο και γύρω στο σούρουπο θα δεις το γραμμένο στην
Λίστα των Βασιλέων της Αβύδου όνομά σου. Θα το διαβάσεις φωναχτά γιατί ζητώ να
θυμηθείς ποιος είσαι.
Δίπλα απ' την Άβυδο, στην Δένδερα, θεά ερωτική θα συναντήσεις. Παλαιότερα
την έλεγες Αθώρ. Θα ασπαστείς το άγαλμα του Χαπύ κι αν τώρα δεν γνωρίζεις τον
θεό, σου λέω πως είναι ο Νείλος. Να του προσφέρεις το σοντέρ που θα ’χουμε μαζί
μας, θυμίαμα γλυκύτατο και διεισδυτικό.
Η χάρη του θεού θα κατοικήσει στην καρδιά σου και οι αναμνήσεις των υδάτων του θα πλημμυρίσουν το μυαλό σου. Τις ώρες της αμφιλύκης οι ιστορίες που χρόνια περίμεναν να ειπωθούν, θα αναβλύσουν σαν δάκρυα από μέσα μου κι αυτά τα δάκρυα θα πιεις, να πολεμήσεις, να νικήσεις την σκορπιόμορφη θεά, να ξεδιψάσεις από την κάψα της ερήμου.
Έλα και πάνω στις Πάνω Θήβες, Ουάσετ τις καλούσες άλλοτε, θα εορτάσεις
την Οπέτ και θα χορέψεις όλη νύχτα γεμίζοντας τον αστροφώτιστο αρχαίο ουρανό με
άρωμα αρχέγονο, διεγερτικό, φερμένο από την Γη του Πουντ; ποιος ξέρει… Ουάσετ
τις καλούσες πιο παλιά κι έδωσες το όνομά τους στον τέταρτο γιο, εκείνον που
δεν γεννήθηκε από μένα, μα ήταν ο αγαπημένος σου. Κχα-Εμ-Ουάσετ τον καλείς όταν
κοιμάσαι και στου ονείρου σου την φευγαλέα αλήθεια βυθίζεσαι. Λίγα μέτρα πιο μακριά
υπάρχει ένας ναός χτισμένος από σένα. Θυμάσαι την βάρκα του Άμμωνος που έβγαινε
από το ιερό του για να αναγεννηθεί ο κόσμος; Στον Τόπο της Πρώτης Φοράς θα
θυμηθείς, ακόμα κι αν η μνήμη σου πεισματικά λαθεύει. Πιάσε το χέρι μου κι έλα
να περάσουμε τον κεντρικό πυλώνα, εκείνον που στα αριστερά φιλοξενεί μονόλιθο
οβελίσκο, να δεις το κόκκινο της πέτρας, να φλογιστούν τα μάτια σου, να
φλογιστούν τα χέρια σου, να φλογιστούν τα χείλη σου, να θυμηθείς ποια είμαι
εγώ, να θυμηθείς ποιος είσαι εσύ, να θυμηθείς τα έργα σου και να πειστείς πως
μόνο για σένα υφαίνω την αλήθεια.
Έλα μαζί μου στο Καρνάκ. Στις Λεωφόρους του σαν το παιδί χαρούμενα θα
τρέξεις γύρω από πέτρινες στοές, ενώ μία προς μία οι Σφίγγες την δύναμη των
αέρινων ποδιών σου θα χειροκροτούν, οδηγώντας τα βήματά σου σε έναν ψηλό
οβελίσκο που η κορυφή του αγγίζει ουρανό.
Στην Μεγάλη Υπόστυλη Στοά θα μας βρει
το μούχρωμα όπου θα ξετυλίξω ιστορίες από τα παλιά, θλιμμένοι απόηχοι εποχών
περασμένων κι όταν τα μάτια σου αγκαλιάσουν όλον τον τόπο, έμπειρο χέρι θα
σκαλίσει περίαπτο από οινοειδή αμέθυστο για να σου το χαρίσω και να θυμάσαι το
βασιλικό λινό που άπλωσα στο χώμα για να δεχτεί το σώμα σου να κοιμηθείς
γαλήνια. Μόλις ο Ήλιος ξεκινήσει το ταξίδι του θα σε οδηγήσω προς τον νότο και
παίρνοντας νερό απ’ την καθαγιασμένη λίμνη θα ρίξεις λίγο στα μάτια σου, να
ανοίξουν, να δεις πιο καθαρά, να θυμηθείς ποιος είσαι.
Έλα… Μπορεί ο Ήλιος να καίει ακόμα πιο πολύ μα βάζω πλώρη δυτική για να περάσουμε
στην όχθη των Θηβών. Εδώ, υπάρχει μία νεκρόπολη γεμάτη τύμβους βασιλέων και
βασιλισσών. Νεκρά εδάφη, στείρα χώματα, που ψιθυρίζουν με το πέρασμα του ανέμου
την ματαιότητα της ζωής που κείτεται θαμμένη στους Οίκους των Χιλίων Ετών.
Έλα μαζί μου στα όρη που κρύβουν τα ιερά σώματα και αν ακούσεις την
θλιμμένη ωδή του Μέμνονος, μην φοβηθείς, είναι ο ελεύθερος Βορέας που φιλάει
την χρυσαφιά πέτρα και μαζί στενάζουν από την μοναξιά των τιτάνιων Κολοσσών, βλοσυροί
ακοίμητοι φρουροί της νεκρικής κοιλάδας. Μονάχα εγώ κι αυτοί απομείναμε
μάρτυρες σιωπηλοί της περασμένης σου ζωής.
Έλα… Και στην Κοιλάδα των Βασιλέων δεν θα είσαι απλά δύο γράμματα κι
ένας αριθμός. Κάποιοι σε ονόμασαν Κάπα Βήτα 7, μα μόνο εγώ γνωρίζω το
πραγματικό σου όνομα. Μένει μονάχα να το θυμηθείς κι εσύ. Εδώ θα αφουγκραστείς
λαχταριστές σιωπές, θα ανταμώσεις τις Επτά Αθώρ με τα ιερά, κόκκινα νήματα που
οι Έλληνες τις γνώριζαν σαν Μοίρες, θα αναπνεύσεις χώμα και αιωνιότητα κι όταν
βρεθείς στου τύμβου σου το ζοφερό σκοτάδι, ίσως τα γκρίζα μάτια σου βουρκώσουν
την Δέκατη Ώρα της Νυκτός, μα ο πιστός σου υπηρέτης, ένα μικρό πρασινωπό
αγαλματάκι φτιαγμένο από χαλκό που κάποτε το λέγαμε ου-Σαμπτί, θα βρίσκεται
εκεί το δάκρυ σου να κλέψει. Θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί, να κλέψω τις ώρες που
προορίζεις για την νύχτα. Άλλη μία ιστορία θα βγει από τα χείλη μου, για έναν
αιρετικό που λάτρεψε μόνο τον Ήλιο, αποστασία βέβηλη που επέσυρε την χειρότερη
τιμωρία, την εξαφάνιση του ονόματός του. Έσπασαν πέτρες, έσβησαν χαράγματα,
γκρέμισαν ναούς και το νεκρό σώμα του καταραμένου Ακχενατών τάφηκε στην Αμάρνα.
Δεν θα σε πάω ως εκεί, ο χρόνος μας εκπνέει και φεύγει σαν την τελευταία ανάσα
του μελλοθάνατου και πρέπει να θυμηθείς ποιος είσαι πριν φτάσουμε στο τέλος.
Έλα το μεσονύκτιο όπου το κάλεσμα του Τόπου της Αλήθειας θα ακούσεις.
Στο Σετ Μαάτ θα ανταμώσεις τον γλύπτη, τον ζωγράφο και τον λιθοξόο, που με μία
πέτρα που αποκαλούσαν Λίθο του Φωτός, σκάλιζαν ασβεστόλιθους έχοντας πάντα στο
μυαλό την Βίβλο των Αναπνοών μα και την Βίβλο των Νεκρών. Σμίλευση αιωνιότητας χρειάζεσαι
για να θυμηθείς. Κι αυτό το ταξίδι με την φελούκα, σμιλεύει το μέλλον σου.
Τα νερά κυλούν ήρεμα και εμείς ατενίζουμε την Άνω Αίγυπτο. Θυμάσαι το
Λευκό Στέμμα που φορούσες όποτε έφτανες σε αυτές τις εσχατιές; Έλα και μόλις
δεις την Απολλινόπολις ή Έντφου αν προτιμάς, τρέξε ως εκεί στον Θρόνο του Ώρου
να καθίσεις μεταμορφωμένος σε περήφανο Γεράκι κι έπειτα, πετώντας ψηλά, θα
φτάσεις στην Ελεφαντίνη και σε ένα μοναχικό νειλόμετρο θα μετρήσεις αυτά που
αισθάνομαι για σένα.
Τασετί θα αποκαλέσεις τα περίχωρα, ώσπου σιγά σιγά οι αναμνήσεις θα
γίνονται ολότελα δικές σου. Μόλις η νύχτα έρθει και ξαπλώσω δίπλα σου, σπάνιο
ελεφαντοστό θα σου προσφέρω, με τον καθαγιασμένο οφθαλμό Ουετζάτ να δίνει φως στων
λογισμών σου το σκότος, να το κοιτάζεις κάθε μέρα που περνά για να θυμάσαι πως
μαζί μου διέσχισες τον Νείλο. Το νυσταγμένο βλέμμα σου θα αγκαλιάσει το νησάκι
Φίλαι, αυτό που τώρα αποκαλούν Μαργαριτάρι της Μέλαινας Γαίας και με αυτήν την άσπιλη
εικόνα, θα κοιμηθείς.
Ένας ναός υπάρχει πάνω εκεί αφιερωμένος στην Ίσιδα και
τον γιό της Αρποκράτη. Την σιωπή του γιου δεν τολμώ να την κρατήσω, μένοντας
ξάγρυπνη κοντά σου μέχρι το επόμενο πρωί, τα χείλη μου ερωτικά σου ψιθυρίζουν
λόγια ισχύος, λέξεις μαγικές, να θυμηθείς ποιος είσαι όσο κοιμάσαι κι όσο
ονειρεύεσαι. Μαζί με το φιλί, ανάσα ζείδωρος μόνο για σένα εκπνεόμενη, σου δίνω
δέλτο ιερή από ερυθρωπό λαζουρίτη, στο χέρι θέλω να τον κρατάς, να θυμηθείς το
παρελθόν σου. Να ξαναγίνεις κρατερός κι ένδοξος Νειλοπλόος.
Έλα και θα λουστείς στα ύδατα του Πρώτου Καταρράκτη, καθώς θα ταξιδεύεις
στα βαθιά, ορμητικά νερά του Γαλάζιου Νείλου, και μέρες μετά, νύχτες μετά, με δοξασμένα
βήματα και πάλι θα πατήσεις τα εδάφη της Νουβίας όπου κορμί με κορμί θα δώσουμε
άλλη μία μάχη στο Καντές και νικητές θα πλημμυρίσουμε πάλι με κίνδυνο κι ετούτη
την φορά το Αμπού Σιμπέλ.
Έλα κι έφτασε η ώρα που αγκαλιά θα περάσουμε τις Πύλες της Ουάτ. Κοίτα
την έρημο, απλώνει κατακτητικά την θάλασσά της. Η ανεμοδαρμένη άμμος
ανταγωνίζεται τον πυρωμένο χρυσό, οι καμπύλες της σου θυμίζουν εκείνες του
κορμιού μου, το βλέμμα σου ανελέητο, τα χείλη μου αδηφάγα. Κάνε δική σου αυτή
την γη, κάνε και μένα δική σου… Δεν είμαι οφθαλμαπάτη, είμαι γόνιμη γη,
ανέγγιχτη αιώνες τώρα, με φλέβες που μέσα τους κυλάει η άμμος κι εσύ.
Το τελευταίο δώρο μου είναι το φίδι. Φίδι ενωμένο με χρυσάφι, πάνω
ακριβώς από το μέτωπο. Ουραίος από τον πολύτιμο χρυσό της σάρκας όλων των θεών.
Χεπρές το έλεγες χιλιάδες χρόνια πριν κι ήταν το στέμμα που φορούσες για να
ενώσεις Δύο Γαίες, την Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Θυμάσαι, το βλέπω στην
αδάμαστη, ορμέμφυτη ματιά σου.
Τα μάτια σου αγκαλιάζουν την
ύπαρξή μου ολόκληρη, την άφθαρτη, σκληραγωγημένη πέτρα, τα απόκρημνα,
κολοσσιαία βράχια, τον ήλιο που ντύνει τα γυμνά βουνά με πύρινο φως από αίμα,
λίγο προτού αποσυρθεί και δώσει την θέση του στην Νουτ.
Θυμάσαι πια πως στην καρδιά σου κρύβεται ολόκληρη η αρχαιότητα. Άνθη Λωτού και Πάπυρου γεννούν τα χέρια σου να στεφανώσεις τα
μαλλιά που τόσο αγάπησες και τότε αναδύονται από μέσα μου πικάντικες, επίμονες
χιλιόχρονες μνήμες του Νείλου.
Θυμάσαι ποιος είσαι. Θυμάσαι τί είσαι.
Ήρθες… Και με μια φελούκα φτιαγμένη από τα χέρια της Κεμέτ σε βάπτισα
στα νερά του ζωοδότη Νείλου που Δύο Γαίες πλημμυρίζει ρίχνοντας σπόρο επίμονο.
Ήρθες… Και έγινες ο Ραμσής κι έγινα η Νεφερταρί και λατρεύοντας τον Ήλιο
Θεό, σκληρός γρανίτης έγινε το κορμί σου, εύπλαστος σχιστόλιθος έγινε το δικό
μου, κι αφήσαμε τις ακτίνες του Ρα να μας πάρουν μαζί τους ώστε να κάνουμε ξανά
και ξανά αυτό το ταξίδι
μέσα στον χρόνο,
πέρα από τον χρόνο,
πίσω στον χρόνο,
μα
πάντα πάνω στην φελούκα...
© 2012 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Άνθη Λωτού και Πάπυρου,
Πέννας Δημιουργήματα, Εξιστορήσεις