Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκοτία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκοτία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2.1.14

Μάγισσα στην Ομίχλη

Ένας έρωτας πέρα από τον χρόνο.

Ένας έρωτας πέρα από τον χώρο.

Ένας έρωτας πέρα από τον θάνατο.


Επειδή το ζητήσατε ...
ένα μικρό απόσπασμα από το μεταφυσικό, σκοτεινό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Lochan Dorch, την Σκοτεινή Λίμνη Σιν στα Υψίπεδα της Σκοτίας. Ο  ήρωας Κόνορ Μακ Λόχλιν συναντά στο πρόσωπο της Μόραγκ την δική του λύτρωση και η Μόραγκ συναντά στον Κόνορ, κι έπειτα από τριάντα ολόκληρα χρόνια, την δική της ελευθερία. Οι δύο, θα έρθουν αντιμέτωποι με έναν έρωτα που δεν γνωρίζει παρελθόν και παρόν, παρά μόνο μέλλον, ένα μέλλον που όμως δεν μπορεί παρά να υπάρχει μόνο παράλληλα με τον δικό μας, θνητό κόσμο ...




Τρίβοντας τον αυχένα του που είχε πιαστεί, κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στον κάτω όροφο και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο κι αφού κοίταξε αναποφάσιστος όλα τα ράφια, διάλεξε ένα σοκολατένιο επιδόρπιο που το είχε πάρει από την αγορά του Λαργκ σε προσφορά. Τέσσερα σοκολατένια γλυκά και το ένα δώρο. Συνολικά πέντε. Τέλεια!
Έσκισε την χάρτινη συσκευασία και τράβηξε το καπάκι να βγει από το μπολ. Το άλλο του χέρι άνοιξε το συρτάρι κι έπιασε ένα μικρό κουτάλι το οποίο και βύθισε ηδονικά μέσα στο σοκολατένιο μείγμα. Έπειτα, το κουτάλι μπήκε πάλι ηδονικά μέσα στο στόμα του και καθώς γευόταν την απαλή υφή της σοκολάτας, έκλεισε τα μάτια.
Για μια στιγμή δεν σκέφτηκε τίποτα. Δεν πέρασε τίποτα από το μυαλό του, ήθελε απλά να κάθεται πάνω στην καρέκλα, μέσα στην κρύα κουζίνα του σπιτιού και να απολαμβάνει την αίσθηση της γλυκιάς, λιωμένης σοκολάτας στο στόμα του. Αυτός και η σοκολάτα, κανένας άλλος.
Το ανάλαφρο αεράκι τον άγγιξε ξαφνικά, τόσο ξαφνικά που από την σαστιμάρα του, του έπεσε το μπολ από το χέρι, προτού καν προλάβει να ανοίξει τα μάτια του. Η συσκευασία χτύπησε κάτω και η σοκολάτα, με ένα απαίσιο πλαφ, απλώθηκε παντού λερώνοντας το καινούργιο χαλί που μόλις χθες, είχε στρώσει στο πάτωμα.
Κατάλαβε πως έτρεμε. Δεν ήταν από το κρύο, παραδόξως, φαινόταν πως το κρύο είχε υποχωρήσει και είχε δώσει την θέση του σε μία ζέστη, τόσο καλοδεχούμενη από το κορμί του, που δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί και να συμμαζέψει το χάλι που απλωνόταν στα πόδια του. Συνέχισε να κάθεται στην καρέκλα, τρέμοντας και περιμένοντας.
    Τί; ρώτησε τον εαυτό του. Τί περιμένεις;
Δεν βρήκε καμία απάντηση στην ερώτηση που είχε απευθύνει στον εαυτό του και παρέμεινε ακίνητος, μην τολμώντας να κουνήσει ούτε τα μάτια του, τα οποία είχαν κλείσει ξανά.
Η αύρα επέστρεψε και αυτήν την φορά χάιδεψε το χέρι του. Το κουτάλι έπεσε και αυτό στο χαλί, μα ο Κόνορ δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Ήταν υπέροχο, ήταν μαγικό, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Αυτό το γλυκό αεράκι, δεν έμοιαζε με τον άνεμο που φυσούσε αυτήν την στιγμή έξω, δεν είχε τίποτα γνώριμο επάνω του. Είχε την δική του ζωή, την δική του, μοναδική κίνηση, ήταν λες και είχε συνείδηση και πήγαινε όπου το αναζητούσαν.
Και αυτή η μυρωδιά που είχε απλωθεί στον χώρο... πλούσια, σαγηνευτική, μυστηριώδης και απόκοσμη, σχεδόν ονειρική, μία ευωδία που δεν είχε μυρίσει ποτέ ξανά πριν στην ζωή του. Ή μήπως είχε; Κάπως έτσι δεν μύριζε και το δωμάτιο της Αϊόνα, εκείνο το απόγευμα που την είχε πιάσει να μιλάει μόνη της;
Άφησε να του φύγει μία ανάσα και αμέσως μετά, κατάλαβε τον αέρα να αγγίζει τα χείλη του. Πρώτα το κάτω, όπου άρχιζε να τρέμει κι αυτό και μετά, ταξίδεψε στο πάνω, όπου έμεινε για λίγο εκεί. Έπειτα, κατευθύνθηκε στον λαιμό του, κάνοντας όλες τις τρίχες του κορμιού του να ανασηκωθούν, όχι από ανατριχίλα, όχι από φόβο τώρα πια, αλλά από αφάνταστη ηδονή. Κατάλαβε πως είχε ερεθιστεί, μα δεν έκανε καμία κίνηση να σηκωθεί από την θέση του. Αυτή η αίσθηση τον τρέλαινε και δεν θα έκανε τίποτα για να την διαλύσει.
    Κόνορ...
Μία φωνή προερχόμενη από κάποιον άγνωστο, μυστικό κόσμο, ψιθύρισε στο μυαλό του το όνομά του, καλώντας τον επιτακτικά να της απαντήσει, μα ο Κόνορ έμεινε αμίλητος.
    Αν μιλήσεις τώρα, θα χαλάσεις όλη την μαγεία. Μείνε αμίλητος, μην τολμήσεις να πεις ούτε μία λέξη! προειδοποίησε σθεναρά τον εαυτό του.
    Κόνορ...
Το όνομά του ειπωμένο ξανά από αυτήν την συγκλονιστικά αιθέρια γυναικεία φωνή, έκανε την ανάσα του να βγει ακόμα πιο δύσκολα σε αυτή την επίμονη επανάληψη του καλέσματος.
Είμαι εδώ... συνέχισε η φωνή και ταυτόχρονα ένιωσε την αύρα να επιστρέφει στα χείλη του.
Κάτι, κάποιος, κάποια, φαινόταν να έχει εισβάλλει στον κόσμο του, με ένα τρόπο εξοργιστικά παρανοϊκό, μα τόσο μεθυστικό ταυτόχρονα, που άγγιζε πια τα όρια της έκστασης. Αισθάνθηκε πως έπρεπε να της μιλήσει, αν δεν ήθελε να την χάσει.
«Πού;» ρώτησε τελικά.
Στα χείλη σου... Τα φιλάω...
Η απάντηση της γυναικείας φωνής τον αποτελείωσε. Φιλί ήταν αυτό που ένιωθε στα χείλη του; Ναι, πρέπει να ήταν φιλί, γιατί ποτέ στην ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο ερεθισμένος, όσο ένιωθε τώρα. Λίγο ακόμα ήθελε για να εκραγεί και η άγνωστη φωνή μέσα στο μυαλό του δεν βοηθούσε καθόλου. Το αντίθετο, θα έλεγε πως είχε βαλθεί να τον τρελάνει με τα αέρινα τερτίπια της, καθώς ένας μυστηριακός ίλιγγος είχε κατακτήσει τις αισθήσεις του και κόντευε να τον φτάσει στα όρια της λυτρωτικής λιποθυμίας.
«Ποια είσαι;»
    Μην ανοίξεις τα μάτια, του ζήτησε εκείνη, αποφεύγοντας να του απαντήσει.
«Η φωνή σου... είναι τόσο οικεία, τόσο... γλυκιά...».
    Και εσύ... είσαι τόσο όμορφος...
Το κορμί του ανατρίχιασε από την κολακεία της.
«Ποια είσαι;» επανέλαβε με φωνή που έτρεμε. «Πώς βρίσκεσαι εδώ, σε μένα;»
Το απαλό γέλιο που ακούστηκε τον έκανε να χαμογελάσει. Ήταν τρελό, ήταν πέρα από κάθε λογική, ήταν ένα απίθανο γεγονός που διέψευδε θεαματικά όλους τους νόμους της φυσικής. Βρισκόταν στον κουζίνα του σπιτιού του, όπου έπαιζε ερωτικά παιγνίδια με μία μυστήρια φωνή που είχε εισβάλλει με το έτσι θέλω στο μυαλό του. 
Δεν μπορώ να μείνω μακριά σου...
Οι έξι αυτές λέξεις τον έκαναν να κλείσει τα μάτια, αναστενάζοντας από ηδονή. Αφέθηκε στα αέρινα χάδια της, πλημμυρισμένος από την ομιχλώδη παρουσία της, μία ομίχλη που λίγο προτού κλείσει τα μάτια, κατάφερε να σκιαγραφήσει σαν μία αδύνατη, γυναικεία φιγούρα που δεν είχε αρχή ούτε τέλος και έτρεμε αμυδρά.
«Τι μου έχεις κάνει; Είσαι κάποια μάγισσα... κάποιο πλάσμα που-»
Η καυτή της ανάσα ακούμπησε στον λαιμό του και ο Κόνορ ένιωσε τον κόσμο να στροβιλίζεται γύρω του.
Δεν είμαι μάγισσα...
«Είσαι, είσαι η μάγισσά μου» επέμεινε εκείνος. «Έχεις όνομα, μάγισσα της ομίχλης;»
Έχω, μα δεν θα το μάθεις τώρα. Δεν έχει φτάσει ακόμα η ώρα...
Αυτό δεν του άρεσε. Είχε ανάγκη τα χάδια της, όπως είχε ανάγκη και να φωνάξει το όνομά της, το όνομά της ειπωμένο από εκείνον, να το πάρει μέσα στα πνευμόνια του και να του δώσει το τόσο πολύτιμο για την ίδια του την ζωή οξυγόνο.
«Είναι τρελό, όλο αυτό είναι τόσο τρελό, που νομίζω πως έχω χάσει το μυαλό μου» της εξομολογήθηκε. «Είσαι πράγματι αληθινή; Ή μήπως είσαι μία μορφή που έπλασε η φαντασία μου και-»
Ένα πεινασμένο φιλί διέκοψε την ερώτησή του. Τα χείλη της ακούμπησαν πάνω στα δικά του και η γλώσσα της μπλέχτηκε με την δική του.
Σου φαίνεται φανταστικό αυτό; τον ρώτησε παιγνιδιάρικα, εισβάλλοντας βαθιά μέσα στο μυαλό του. Τα χείλη της του χάρισαν ένα μακρόσυρτο φιλί που όμοιό του δεν είχε ξαναγευτεί και η φωνή της συνέχισε να του μιλάει:
Όταν η αμφιβολία μπαίνει μέσα στο σπίτι, η αγάπη βγαίνει έξω από αυτό... Είμαι αληθινή, όσο κι αν δεν μπορείς να με δεις. Μην κάνεις λοιπόν το λάθος να πείσεις τον εαυτό σου για το αντίθετο, γιατί θα με διώξεις... Είμαι εδώ, είμαι αληθινή, σε φιλάω, σε θέλω...
Μια βαθιά λαχτάρα τού ροκάνισε τα σωθικά και καταλαβαίνοντας πάνω στο στήθος του την ακανόνιστη ανάσα της, τους ρυθμικούς αν και γρήγορους χτύπους της καρδιά της, τα χέρια του έψαξαν να την βρουν και να την φυλακίσουν στην αγκαλιά του.
«Δεν θα μου πεις ποια είσαι; Πώς ... πώς μπαίνεις μέσα στο μυαλό μου;»
Μπορώ και μπαίνω, γιατί το θέλεις και εσύ. Με έχεις ανάγκη, αλλά ακόμα δεν το έχεις καταλάβει...Όταν το καταλάβεις, τότε θα σου φανερωθώ...Όχι τώρα όμως, όχι ακόμα...
«Κι αν δεν αντέξω μέχρι τότε;»
Θα αντέξεις, γιατί θα έρχομαι κάθε βράδυ εδώ, για να σε βλέπω, για να σου μιλάω, για να σε αγγίζω...
«Κάθε βράδυ;»
Κάθε βράδυ... Γιατί ακόμα κι αυτό δεν του φαινόταν αρκετό;
Ένα ακόμη ονειρικό άγγιγμα στα χείλη του και η φωνή ακούστηκε ξανά, ακόμα πιο απαλή πιο πριν.
Κάθε βράδυ... mo ghille dhubh...
Ήταν η σειρά του Κόνορ να χαμογελάσει σχεδόν πονηρά.
«Δεν είμαι αγόρι. Είμαι άντρας, μην με λες έτσι».
Η άγνωστη φωνή μιμήθηκε το γέλιο του.
Και όμως είσαι, είσαι το σκοτεινό μου αγόρι... mo ghille dhubh...
«Μιλάς την γλώσσα μας... άρα είσαι από εδώ» της είπε.
Η απάντησή της ήρθε με την μορφή ενός ανάλαφρου ονειρικού αγγίγματος στα χείλη, απλώνοντας διάχυτα μέσα του μία γαλήνια αίσθηση που τον έκανε να αφήσει έναν βαθύ αναστεναγμό.
Την επόμενη στιγμή, έμενε μόνος.





Only for the Midnight Walkers



© 2014 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Pen Creations, Scotland


30.10.13

Εξιστορώντας τους Παλαιούς Καιρούς

Το Τέλος του Καλοκαιριού ~ Samhain
Κάλλιεχ ~ Η Μάγισσα της Καταιγίδας

Ο Τροχός του Έτους ξεκινά με αυτήν την εορτή, που ονομάζεται και Hallowe'en ή Σκοτεινό Μισό του Έτους οριοθετώντας την αλλαγή στο Κέλτικο Ημερολόγιο. Σηματοδοτείται η Εποχή της Cailleach που στα Σκοτικά Γαελικά σημαίνει Γριά Γυναίκα και δεν είναι άλλη από τον Χειμώνα {η Cailleach είναι η Μητέρα όλων των θεών, ενώ λέγεται πως είναι θεοποιημένη πρόγονος, προγονική θεότητα ή πνεύμα της Φύσης. Η Μάγισσα της Καταιγίδας στα Υψίπεδα, εκτός του ότι παγώνει το έδαφος και πολεμάει την Άνοιξη, στοιχειώνει το Ben Cruachan, το Beinn na Caillich στο Isle of Skye και πολλά άλλα βουνά της Σκοτίας. Η λέξη Cailleach βρίσκεται στην λέξη ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ: cailleach-oidhche = η Γριά Γυναίκα της Νύχτας, ενώ στην Ιρλανδία βρίσκεται στην λέξη ΣΟΦΗ, ή ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ: cailleach-feasa και στην ΜΑΓΙΣΣΑ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΓΗΤΕΙΕΣ: cailleach phiseogach}.


Το Σόουιν {κατά τον μήνα Σαμόνιο σύμφωνα με το Ημερολόγιο του Coligny} ήταν η Πρωτοχρονιά των Κελτών, μα και η εορτή προς τιμήν των νεκρών, μία νύχτα με χρώματά της το μαύρο και το πορτοκαλί { χρώματα που αυτόματα μου φέρνουν στον νου την πανέμορφη ''ψυχή'' Mariposa, την πεταλούδα Μονάρχης, Danaus Plexippus, που ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά διανύει πάνω από 3.200 χιλιόμετρα ως το κεντρικό Μεξικό } όπου το διάφανο, λεπτό πέπλο που χωρίζει τον Κόσμο των Ζωντανών από εκείνον των Νεκρών, σηκώνεται και οι δύο αυτοί Κόσμοι ενώνονται. Ένας αόρατος τοίχος είναι αυτός που τους χωρίζει λοιπόν κι όταν ο τοίχος σπάει, οι Κόσμοι επικοινωνούν μεταξύ τους για μία και μόνο Νύχτα. 
Ίσως λοιπόν να υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας στο έργο του M. Annaeus Lucanus ~The Civil War, Lucan's Pharsalia~ που λέει ότι οι Γαλάτες την 1η του Νοεμβρίου τιμούσαν τον θεό Τευτάτη με ανθρωποθυσίες για να ενώσουν τους δύο Κόσμους ή πως η Κορακόμορφη θεά ΜόριγκανΜεγάλη Βασίλισσα που υπεράσπισε τους Δαναούς στην μάχη με τους Φορβόλγους} έπλενε το αίμα από τα ρούχα των πολεμιστών που θα πέθαιναν στην επόμενη μάχη ... Από την άλλη, δεν είναι τυχαίο που η σύντομη ζωή του Κούκουλαιν {Cuchulainn, ήρωας από τον Κύκλο του Ούλστερ} συνδέεται πολλές φορές με το Σόουιν, όπως και η ζωή του Aillen MacMidgna, ενός μουσικού των ξωτικών της φυλής των Tuatha De Danan.

Και μιας και μίλησα για ξωτικά, την Παραμονή της 1ης Νοεμβρίου, τα ξωτικά είναι κακόκεφα, στεναχωρημένα και κατσούφικα  επειδή η νύχτα αυτή, είναι και η πρώτη του Χειμώνα. Τα τραγούδια και οι χοροί τους την νύχτα του Σόουιν είναι πάντα θλιμμένα ... Τί κάνεις λοιπόν για να τα γλυκάνεις; Φτιάχνεις νόστιμα γλυκάκια με βρώμη και μέλι και τα αφήνεις έξω από το σπίτι, ώστε να τα βρουν, να τα γευτούν και να επιστρέψουν έπειτα στους Λόφους τους ...  Οι Θεοί των Ιερών Λόφων {Aes Sidhe, Σκοτικά Γαελικά: Daoine Sith} είναι οι κάτοικοι του Αλλόκοσμου που μένουν στις τούμπες {mounds} και τις παραμονές των Εορτών του Πυρός, όπως είναι και το Σόουιν, βγαίνουν έφιπποι και επικοινωνούν με τους θνητούς. Οι θεϊκές δυνάμεις που αγκαλιάζουν την Νύχτα είναι πολύ ισχυρές για να αγνοηθούν, είναι δυνάμεις αλλαγών, γεννήσεων και θανάτου, είναι 
Ανοιχτή Πύλη
Οι εξιστορήσεις των παλαιών παραδόσεων είναι και ο γλυκόπικρος απόηχος ενός ολόκληρου κρυμμένου Κόσμου, που περιμένει υπομονετικά να τον ανακαλύψουμε και να βυθιστούμε μέσα του...
Ο Χρόνος δεν μπόρεσε να σβήσει αυτές τις τελετές που μπορεί να χάνονται στην αχλύ του, όμως ο Χριστιανισμός αφομοίωσε την 1η του Νοεμβρίου εορτάζοντας την αθανασία των ψυχών, ονομάζοντας την εορτή Νύχτα των Αγίων Πάντων {Πάπας Βονιφάτιος IV, 7ος αιώνας}.
Η ίδια λέξη, όπως γράφει ο James MacKillop, προέρχεται από την λέξη Sam = καλοκαίρι και Fuin = τέλος, ενώ στην Σκοτία καλείται Samhtheine {αλλά και Samhuinn}  που σημαίνει η Φωτιά της Ειρήνης. Ο λόγος ήταν πως την Νύχτα εκείνη, περπατούσαν στην γη όλα τα πνεύματα, τα φαντάσματα, οι νεράιδες και τα ξωτικά, απολαμβάνοντας την μεγαλύτερη ελευθερία απ' όλες τις υπόλοιπες νύχτες του χρόνου. Όμως, όποιος την Νύχτα αυτή πατήσει στους Κύκλους των Ξωτικών, τους Μαγικούς Κύκλους ή τα Δαχτυλίδια των Νεράιδων {κυκλικά μονοπάτια πάνω στα οποία χόρευαν οι νεράιδες} χάνεται στον Άλλο Κόσμο, ενώ λέγεται πως κάμποσοι τυχεροί~άτυχοι που βρέθηκαν στους Χορούς των Ξωτικών κατά το Σόουιν, είδαν πως οι χορευτές ήταν νεκροί άνθρωποι που γνώριζαν κάποτε...
Επικίνδυνα αυτά τα Δαχτυλίδια του Λαού των Λόφων...
...όσο επικίνδυνο είναι και το Pooka {poc = τράγος, μάλιστα, λένε πως ξινίζει τα βατόμουρα μετά την 31η Οκτωβρίου επειδή τα πατάει} ένα είδος πνεύματος με μορφή αφηνιασμένου αλόγου, ένας εφιάλτης που καλπάζει. Ζει σε χαλάσματα και η 1η Νοεμβρίου είναι για εκείνο μέρα ιερή. Παίρνει τους ανθρώπους καβάλα και οι αναβάτες δεν έχουν εντολή να το ξεκαβαλικεύσουν, αν δεν συμβεί πρώτα κάτι που να φανεί σαν οιωνός. Αν ο αναβάτης δεν υπακούσει και θελήσει να κατέβει από το Pooka, τότε είναι καταδικασμένος να καλπάζει για πάντα πάνω του.
Σε πολλά μέρη της Σκοτίας λοιπόν, εκτός από το σκάλισμα τρομακτικών προσώπων σε πατάτες τοποθετημένες στα παράθυρα ώστε να διώχνουν τα ενοχλητικά πνεύματα, κάτι που αναγνωρίζουμε στο σκάλισμα της κολοκύθας με το όνομα Jack - o'- lantern ~ ο Τζακ με το φανάρι, 
{Β.Α. της Σκοτίας είναι φαινόμενο γνωστό σαν η θεία του Κόρμπι, Corbie's aunt και είναι η περίφημη Τρελή Φωτιά ''Will of the Wisp'', ένα είδος παραπλανητικών φώτων που έλεγαν πως ήταν οι ψυχές των νεκρών που δεν είχαν βρει γαλήνη. Τα φώτα αυτά οδηγούσαν τον ανυποψίαστο οδοιπόρο σε επικίνδυνους και συνήθως θανατηφόρους δρόμους}
άναβαν εκατοντάδες πυρσούς που τους κατασκεύαζαν εβδομάδες πριν το Σόουιν, ώστε μετά το ηλιοβασίλεμα της 31ης Οκτωβρίου, κάθε νεαρός και νεαρή να ανάψει τον πυρσό {samhnag}και να περπατήσει γύρω από το κτήμα κρατώντας με σεβασμό τα φλεγόμενα αυτά φώτα για να προστατέψει τον χώρο από τις νεράιδες και τα υπόλοιπα στοιχειά.
{Αναζήτησε & διάβασε 
το ποίημα του εθνικού Βάρδου της Σκοτίας  
Robert Burns, ''Hallowe'en''}.
Ήταν λοιπόν μία πολύ σημαντική Νύχτα στα Υψίπεδα της Σκοτίας, όπου η ψυχρότητα που ένιωθαν οι θνητοί απέναντι στους υπερφυσικούς τους γείτονες έπρεπε να λυώσει και να γεννηθεί ανάμεσα στους δύο αυτούς Κόσμους μία τέλεια Αρμονία. Οι Φωτιές στους Λόφους, ένα εκθαμβωτικό θέαμα από τον Βορρά ως τον Νότο κι από την Δύση ως την Ανατολή όπου ολόκληρο το τραχύ, άγριο τοπίο των Υψιπέδων γέμιζε με ζεστές, παλλόμενες φλόγες, είχαν την τιμητική τους, όπως συνέβαινε και στην εορτή του Beltaine {πάτησε εδώ και διάβασε αυτή την ανάρτηση για το Beltaine}. Από την μία προσπαθούσαν να κρατήσουν μακριά τις νεράιδες κρεμώντας έξω από τα σπίτια λιόπρινα και καλαμποκένια ομοιώματα της Νεαρής Παρθένας της Συγκομιδής, από την άλλη, επιζητούσαν την επαφή με τους νεκρούς. Ο Σατανάς των Χριστιανών, ο Auld Nick ή Μαύρος Ντόναλντ των Σκοτσέζων {Domhnuill Du} εμφανιζόταν στις απομακρυσμένες φάρμες, επιτρέποντας στους νεότερους να κρυφοκοιτάξουν για λίγο το μέλλον {a peep into the secrets of futurity}. Οι ηλικιωμένοι έβλεπαν αυτό το δώρο σαν μία παγίδα για τους άπειρους νέους και οι νέοι με την σειρά τους, θεωρούσαν πως οι ηλικιωμένοι τους ζήλευαν, επειδή Αυτός που κυβερνάει στην Σιωπηλή Νύχτα, έδινε μόνο σε εκείνους το δώρο της μαντείας.
Υπήρχαν κι άλλου είδους μαντείες για την Νύχτα του Σόουιν, όπου οι κάτοικοι έβγαιναν μες στο σκοτάδι και το πρώτο κούτσουρο που θα έβρισκαν μπροστά τους, ήταν κι αυτό που τους έλεγε την μοίρα. Άλλοτε, πήγαιναν στην σιταποθήκη και έπιαναν μίσχους βρώμης, όπου σύμφωνα με τον αριθμό των σπόρων που είχαν οι μίσχοι, τα κορίτσια προφήτευαν πόσα παιδιά θα κάνουν. Την ίδια στιγμή, κάποιος άνοιγε διάπλατα την πόρτα, παίρνοντας λιχνισμένο καλαμπόκι που το άφηνε να παρασυρθεί από τον άνεμο τρεις φορές. Την τρίτη φορά, εμφανιζόταν μία οπτασία που έμπαινε από την πόρτα της σιταποθήκης και όλοι, γίνονταν μάρτυρες της εμφάνισής της.
Κάποιοι άλλοι, πήγαιναν στο Πέρασμα των Ζωντανών και των Νεκρών ή αλλιώς, ένα πέρασμα, ένας δρόμος που είχε περάσει από εκεί μία κηδεία {Bealach nam Marbh = Το Πέρασμα των Νεκρών}και μέσα σε απόλυτη σιωπή, γυρνούσαν ανάποδα τα μανίκια του πουκάμισου που φορούσαν. Επέστρεφαν στο σπίτι, ξάπλωναν έχοντας το τζάκι πάντα αναμμένο και ξαφνικά, άλλη μία οπτασία έμπαινε μέσα στο δωμάτιο, επιτυγχάνοντας και με αυτόν τον τρόπο, την Επαφή με τον Άλλο Κόσμο.
Το περίφημο Ελληνικό τρίστρατο της Εκάτης, είχε την τιμητική του στην Υψιπέδια Σκοτική Παράδοση. Πήγαιναν λοιπόν σε ένα τρίστρατο όπου κάθονταν σε ένα σκαμνί με τρία πόδια και λίγο προτού η ώρα σημάνει Μεσάνυχτα, ακούγονταν μυστηριώδεις φωνές που καλούσαν τα ονόματα εκείνων που θα πέθαιναν πριν το επόμενο Σόουιν. 
Αν όμως ο Νυχτερινός Επισκέπτης του Μεσονυκτίου είχε μαντέψει και είχε καταφέρει να πάρει μαζί του κομμάτια από το ένδυμα που ανήκε σε κάποιον μελλοθάνατο, μπορούσε να αντιστρέψει το θανατικό, πετώντας μακριά τα κομμάτια, φωνάζοντας το όνομα του άτυχου, σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο.
Με την επιστροφή στο σπίτι, λάμβανε χώρα άλλο ένα ξόρκι μαντείας, που δεν ήταν άλλο από το Κάψιμο των Καρυδιών. Κάθε καρύδι κι ένα όνομα, ένα ανδρικό κι ένα γυναικείο, ώστε τα δύο καρύδια μαζί να προκαλέσουν έναν φλογερό έρωτα μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων.  Ακολουθούσε τραπέζι με φαγητά και γλυκά {κέικ από μήλα και καρύδια για να τιμήσουν τους προγόνους μα και για να φέρουν καλή τύχη στους νέους, όπως μας μεταφέρει ένας παλαιός Βάρδος του Ayrshire} όμως οι στιγμές της χαράς δεν διαρκούσαν για πολύ, κι έτσι πετούσαν γρήγορα σαν τις σκιές που διώχνει ο Ήλιος με την ανατολή του ...

Η Νύχτα αυτή δεν είναι σαν όλες τις άλλες.
Είναι Δέσιμο,
είναι Δεσμός,
άσπαστος και αληθινός.
Είναι ένας Δεσμός που ενώνει τους Δύο Κόσμους
τον Ορατό και τον Αφανέρωτο.
Όλες οι εξιστορήσεις του παρελθόντος έχουν μία Ιστορία.
Μελέτησέ την
και επέτρεψε στον Εαυτό σου να βυθιστεί στα ύδατά της.
Ίσως βρεις τον μοναχικό, μοναδικό Δρόμο 
{ή το Τρίστρατο ...} 
που θα σε βγάλει σε αυτό που ψάχνεις.
Εύχομαι να το βρεις.
Slan Leat,  λοιπόν!
Καλή Τύχη !


 Βάπτισε το Είναι σου
σε μία Μεταμεσονύκτια Κέλτικη Μαγεία

Βιβλιογραφία

The Darker Superstitions of Scotland
John Graham Dalyell, 1834, Edinburgh

Myths and Legends of the Celts
James MacKillop, 2005, Penguin Group

The Gaelic Otherworld
John Gregorson Campbell, 1902

The History and Origins of Druidism
 Lewis Spence, 1995, Newcastle Publishing Company

Superstitions of the Highlands & Islands of Scotland
John Gregorson Campbell, 1900

© 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Realm Of Celts,  
Εξιστορήσεις & Σκοτία
 

31.1.13

Ο Θρήνος του Μακ Κρίμμον ή το Τραγούδι της Μπάνσι




H μουσική σύνθεση του τραγουδιού
έγινε τo 1745
κατά την πολεμική αναχώρηση του
Donald Mac Crimmon,
αυλητή του αρχηγού των Mac Leod.
Ο Mac Crimmon δεν επέστρεψε ποτέ πίσω,
ενώ η αδελφή του θέλησε να γράψει τους στίχους
χαρίζοντας έτσι στην Ιστορία
την τελευταία σύνθεση του Donald
γνωστή ώς

ο Θρήνος του Μακ Κρίμμον
ή
το Τραγούδι της Μπάνσι





Dh' iadh ceo nan stuc mu en dann Chuilinn,

Is sheinn bhean-shith a torman mulaid,

Gorm shuilean ciuin 's an Duin a sileadh,

O'n thriall thu uainn 's nach till thu tuille.


๑۩۩.. ..۩۩๑

Over Cooliu's face the night is creeping,

The banshee's wail is round us sweeping;

Blue eyes in Duin are dim with weeping,

Since you are gone and never returned.
   
 
Cha till, cha till, cha till Mac Criomainn,

An cogadh no sith cha till e tuille,

Le airgiod no ni cha till Mac Criomainn,

Cha till e gu brath gu la na cruinne.

๑۩۩.. ..۩۩๑

No more, no more, no more returning,

In peace nor in war is he returning

Till dawns the great Day of Doom and burning,

Mac Crimmon is home

no more returning.



Tha osag nam beann gu fann ag imeachd,

Gach sruthan 's gach allt gu mall le bruthiach,

Tha ealtainn nan speur feadh geugan dubbach,

A caoidh gu'n d' fhalbh 's nach till thu tuille.

๑۩۩.. ..۩۩๑

The breeze of the bens is gently blowing,

The brooks in the glens are softly flowing;

Where boughs their darkest shades are throwing

Birds mourn for thee who never returned.
 

 
Tha'n fhairge fa dheòidh Ian bròin is mulaid,

Tha'm báita fo sheol, ach dbiult i siubhal ;

Tha gáirich nan tonn le fuaim neo-shubhach,

Ag radh gun d' fhalbh 's nach till thu tuille.

๑۩۩.. ..۩۩๑

Its dirges of woe the sea is sighing,

The boat under sail unmoved is lying;

The voice of the waves in sadness dying,

Say, you are away and never returned.


Cha chluinnear do cheol 's an Dun mu fheasgar,

'S mac-talla nam mur le muiru 'ga fhreagairt,

Gach fleasgach is òigh gun cheòl, gun bheadradh,

O'n thriall thu uainn 's nach till thu tuille.

๑۩۩.. ..۩۩๑

We 'll see no more Mac Crimmon's returning.

Nor in peace nor in war is be returning;

Till dawns the great day of woe and burning,

For him, for him there 's no returning.
 


The Songs & Hymns of the Scottish Highlands
L.MAC BEAN
EDINBURGH ~ 1888

SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author