Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5.8.14

Η Ανάσα του ενός δευτερολέπτου

Ανάσα κάθε ένα δευτερόλεπτο. 
Κάποιες πνοές, ελάχιστες είναι η αλήθεια,
δεν γνώριζαν ούτε κι αυτό, 
παρά κομμάτιαζαν τον χρόνο κόβοντάς τον στο μισό.
Βλέμμα λαμπερό, στόμα ανοιχτό, οξυγόνο που χάριζε εκείνη την εύθραυστη ζωή του ενός δευτερολέπτου.
Αξιοπρέπεια στον θάνατο. 
Τρεις λέξεις που έμοιαζαν να αναδύονται από τους λευκούς τοίχους, 
τρεις λέξεις που κυλούσαν όπως κυλάει το αίμα από την πληγή, 
τόσο γρήγορα, 
όσο γρήγορο ήταν κι αυτό το ένα δευτερόλεπτο 
ανάμεσα στην μία πνοή και την άλλη.
Τα καστανά, τεράστια μάτια βυθίστηκαν στα δικά της.
«Το νερό. Σας παρακαλώ».
Φωνή που, αν και έτρεμε απ' τον πόνο, 
δεν είχε χαμένη την αξιοπρέπεια. Την ευγένεια.
Τα χείλη δροσίστηκαν  κι ένα -και πάλι- ευγενικό 
«Σας ευχαριστώ» 
βγήκε από εκείνη την 
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου
Μία ζωή που χωρούσε μέσα σε αυτό το ένα δευτερόλεπτο, 
ένα δευτερόλεπτο μεταμορφωμένο σε δύο λέξεις, 
δύο λέξεις χαρισμένες με αξιοπρέπεια σε μία άγνωστη.
«Σας ευχαριστώ».
Δύο λέξεις που έκλεβαν την ζωή από την 
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Χαρίστηκε πολλές φορές εκείνες τις ώρες, τις περίεργες,
τις μεταμεσονύκτιες, η
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου
Πάντα μαζί με ένα χαμόγελο. 
Παρά τον πόνο. 
Πάντα με αξιοθαύμαστη Δύναμη, με ζηλευτό Ήθος, 
με ειλικρινή Ευγένεια. 
Παρά την γνώση του θανάτου.
Ώρα την ώρα ο πόνος μεγάλωνε.
Ώσπου ο Ήλιος ανέτειλε, 
διώχνοντας τα σκότη που φοβίζουν {συνήθως;} 
εμάς τους ανθρώπους.
Η άγνωστη είδε την
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου 
να φοβάται κι εκείνη.
Έξι και μισή. Η απόφαση πάρθηκε. 
Τα χείλη 
ψιθυρίζουν λέξεις που μονάχα μία Ανάσα μπορεί να ακούσει.
Ένα αντίο ειπώνεται από τα εύγλωττα μάτια και των δύο.
Η άγνωστη κοιτάζει για τελευταία φορά την Ανάσα 
και στρίβει δεξιά, έπειτα πάλι δεξιά, 
βγαίνει αφήνοντας πίσω της 
... ... ... ... ... ... ...
και χάνεται στους δρόμους 
που έχουν αρχίσει να ξυπνούν κι αυτοί 
{ μα, μήπως κοιμούνται και ποτέ για να ξυπνήσουν;}


«Ο φόβος πονάει πιο πολύ και από τον πόνο. 
Αφέσου. 
Και ζήσε αυτό το ένα δευτερόλεπτο 
σαν να έχεις χρόνια ολόκληρα μπροστά σου για να ζήσεις, 
Ανάσα του ενός δευτερολέπτου.
Ο χρόνος μπορεί να πέταξε,
μα αυτό το δευτερόλεπτο είναι μόνο δικό σου
».



13.11.13

Γράμμα Στην Αλεξάνδρεια





Ιδιότροπη ερωμένη μου, Εσύ,

Αλεξάνδρεια, 

[Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι] 1 

Ομφάλιε Λώρε που ενώνεις το τώρα και το χθες, 
ήρθα κοντά σου όταν στο όνειρο βυθίστηκα.

Κύμα επτάκρυφο, ατόφιο αλεξανδρινό με έφερε σε σένα 
και ήξερα πως το ταξίδι αυτό γινόταν για εκείνη την Αλεξάνδρεια, 
του τότε και των αναμνήσεων, 
των θρύλων και των μύθων, 
του πόνου και της νοσταλγίας, 
του Έρωτα που γνώρισα σε κάμαρη ντυμένη με δαντέλα.

Ω Αλεξάνδρεια, Κλέωνα με καλούσαν, όμως

[Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα 


στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται) 


για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους] 2 

δεν ήμουν μονάχα ο Κλέων, γιατί ήμουν εκείνος, ναι μα και ο Ιγνάτιος μαζί, ένας Τιμόλαος, ένας Αλέξανδρος και ένας Μύρης. Ολάκερη Εσύ κρυβόσουν μέσα μου.

Ήρθα σαν γέρος,

[Ξέρει που γέρασε πολύ, το νοιώθει, το κυττάζει] 3

μία γνήσια ελληνίζουσα γέρικη μορφή, ένας κολοσσιαίος Σέραπης με ύψος κραταιό και πλούσια, πυκνή γενειάδα, με βλέμμα φωτοφόρο, ζωντανό, με πύρωμα εκεί που λεν πως κατοικεί η Ψυχή. Με είδα λοιπόν να φτάνω στο λιμάνι σου και μόλις το χώμα σου ένα έγινε με την δική μου σάρκα, δεν ήμουν γέρος πια. Ήμουν μεστό καλοκαίρι, παλικάρι που δεν είχε κλείσει καν τα είκοσι.


Ποθητή Αλεξάνδρεια με τα αρωματισμένα σου μελτέμια,

με κάλεσες κι ήρθα και χάθηκα στους λαβύρινθους που ευλαβικά κρατάς στον κόρφο σου, ήρθα με πόδια που δεν γνώρισαν την κούραση, εκτός από εκείνη την γλυκιά της τρεχάλας για το αντάμωμα ενός κοριτσίστικου χαμόγελου κι ενός λευκού, λινού φορέματος.

[Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες


εκείνων που πεθάναν ή εκείνων που είναι


για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους


κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε] 4

Τότε, την φίλησα και μύρισα εσένα, Αλεξάνδρεια,

τώρα, φιλώ εσένα και μυρίζεις Έρωτα.

Τότε, την άγγιξα κι απ' το άγουρο κορμί της αναδύθηκες εσύ, Αλεξάνδρεια,

τώρα, αγγίζω εσένα και αναδύεις τον Έρωτα.


Πλανεύτρα Αλεξάνδρεια,

λάβρο ξεχύθηκε του νόστου το ψιθύρισμα από τον γαλακτόχρωμο λαιμό σου και μ' έφερες απόψε να πατήσω τα χρυσοποίκιλα βασίλειά σου, να ξαναγίνω Έρωτας. Μονάχα ένας δρόμος πια απέμεινε, να πιω, να πιω, να ζαλιστώ.

[Κ' ΄ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς


που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής] 5

Και ήπια λοιπόν και μέθυσα και τώρα, Αλεξάνδρεια του Μύθου,

μπρος μου ξεγυμνώσου και γίνου σκόνη και χώμα, επάνω σου να κυλιστώ και να ενώσω τον αρσενικό ιδρώτα μου με την θηλυκή ευφορία σου. Πάρε με στην τρυφηλή σου αγκαλιά, γιατί είναι αδύνατο να ξεχάσω την σεβαστή μορφή σου, Αλεξάνδρεια, τους δρόμους, τα σπίτια, τα λιμάνια σου, την ηδονή που μου 'δωσες καθώς κοιτούσα τις δυό αρμυροφιλημένες θάλασσές σου. Αναμνήσεις κλεισμένες σαν σε πολυταξιδεμένο κεχριμπάρι.


Διπλά πολύτιμη Αλεξάνδρεια, σκληρή και λεπτεπίλεπτη συνάμα,

ένα ονείρεμα ήσουν για μένα, ένα ονείρεμα πάνω σε γέρικο, ανήμπορο κρεβάτι.

Πικρή στην σκέψη η αποχώρηση, μα στην καρδιά γλυκιά η επιστροφή. 

[Αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει] 6

Το ξέρω πια. Θα επιστρέψεις 

[επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα


όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται ...] 7

θα επιστρέψεις για να αναπνεύσω και πάλι στο όνειρο τον αιθέριο αέρα σου και να ακούσω την πανάρχαιη μουσική που παίζεις για να νανουρίσεις ολόκληρο τον κόσμο. Διάχυτη η νοσταλγία μου για σένα, Αλεξάνδρεια, μα όρκο σου κάνω πως ήσουν πάντα στο μυαλό μου κι ας ξημερώνονται δεκάδες χρόνια οι ανατολές μου μακριά σου. Ήσουν πάντα στην ψυχή μου Αλεξάνδρεια, μα θέλει τόλμη το ονείρεμα.

Ξυπνώ σε κρεβάτι ανάστατο. Τα μάτια κοιτάζουν τριγύρω. Χαμένα κάπως, μα

[Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω] 8

η στιγμή μου φεύγει και δεν θέλω να την χάσω, η στιγμή μου φεύγει και δεν πρέπει, είναι στιγμή που μέσα της χώρεσαν εξήντα χρόνια προσμονής, είναι η στιγμή μου.

Ένα ονείρεμα ήσουν για μένα Αλεξάνδρεια, ένα ονείρεμα πάνω σε γέρικο, ανήμπορο κρεβάτι, με πόδια ακούνητα, νεκρά που μέσα τους έσπειρες και πάλι την ικμάδα κι αυτά, κατάφεραν να τρέξουν ώστε να αντικρίσω ένα ευτυχισμένο χαμόγελο, να ξεδιψάσω από τα κοριτσίστικα τα χείλη, να χαϊδέψω τα όχι απ' την ντροπή κόκκινα, τρυφερά δύο μάγουλα και να αφήσω το κορμί ορφανεμένο απ' το λευκό, λινό φουστάνι.

Το ρολόι στον τοίχο σημαίνει μεσάνυχτα. Τριάντα γυρίσματα ακόμη ενός λεπτοδείκτη.

[Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα;


Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια;] 9

Πήρα το χαρτί και τον άνθρακα κι οι λέξεις γινήκαν εικόνες.

Σε ευχαριστώ, ονειρεμένη Αλεξάνδρεια.

Μ' έκανες Έρωτα και παθιασμένα σεργιάνισα στους σκονισμένους δρόμους σου. 
Μ' έκανες Έρωτα και Έζησα.

Η ώρα πέρασε. Τα χρόνια πέρασαν. Η στιγμή επιμένει. 
Ένα ποτήρι ευωδιάζει βασιλικό. 
Μειδίαμα σοφό χαρίζω στα κλωνάρια και τώρα ξέρω κάτι παραπάνω.

Στεφάνι εύοσμο θα σου περάσω στα μαλλιά, γλυκιά, αγαπημένη Αλεξάνδρεια.
Να 'ναι λιγότερο πικρές οι ώρες που περνώ μακριά σου, να 'ναι ολόγλυκα σαν νέκταρ τα βραδυνά μου ονείρατα.

Στεφάνι εύοσμο θα σου περάσω στα μαλλιά, γλυκιά, πολυαγαπημένη Αλεξάνδρεια ...

K. 



1]ΦΥΓΑΔΕΣ – 1914

2]ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ – 1917

3]ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ – 1897

4]ΦΩΝΕΣ – 1904

5]ΕΠΗΓΑ – 1913

6]ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ – 1911

7]ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ – 1912

8]Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ – 1919

9]ΑΠ' ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ – 1918

Το «Γράμμα στην Αλεξάνδρεια»

Αφιερώνεται
στον Αλεξανδρινό Ποιητή

 Δεσποτάκη της Δαμητρός
που έδωσε Φωνή στην Έμπνευσή μου

εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι του Οκτωβρίου.
Σε Ευχαριστώ ...
Ποτέ μην ξεχνάς : η Τιμή είναι δική μου.



22.7.13

Η Ευρυδίκη Αμανατίδου γράφει για τις Γεύσεις της Νέμεσης


Η Ευρυδίκη Αμανατίδου, συγγραφέας ποικίλων άρθρων, διηγημάτων αλλά και βιβλίων όπως
  1. Στην Μεσόγειο Κολυμπούν Παράξενοι Θεοί {Εκδόσεις Βασιλείου 1996}
  2.  Σιωπηλή Πέτρα {Εκδόσεις Μίνωας, 2007 και 2010}
  3.  Η Ακριβή Ανάσα του Νερού {Εκδόσεις Μίνωας, 2009 και 2010}
  4.  Ο Φύλακας στον Φάρο {Εκδόσεις Μίνωας, 2011}
  5.  Tweet Stories {συλλογικό, Openbook 2012}
  6.  Μαζί {συλλογή διηγημάτων μαζί με τον Γιάννη Λαμπράκη, Εκδόσεις Σαΐτα, 2012}
  7. Όσα Ποτέ Δεν Είπαμε {συλλογικό μυθιστόρημα από τους Δημήτρη Νίκου, Ευρυδίκη Αμανατίδου, Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο, Χρύσα Λουλοπούλου με το ψευδώνυμο Νία Μαγγέλου, Εκδόσεις Ωκεανός, 2013}
  8. Η Πολιτεία Που Δεν Είχε Χριστούγεννα {e-book, Σαΐτα, 2012
  9. Ο Ήλιος Που Έχασε Τον Δρόμο Του {e-book, Σαΐτα, 2012}
διάβασε το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημά μου που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Ωκεανός και που δεν είναι αλλο από τις Γεύσεις της Νέμεσης.
Ομολογώ πως τα λόγια της με έκαναν να αισθανθώ όμορφα, καθώς το συγκεκριμένο βιβλίο υπήρξε ένα υπέροχος σταθμός στο μονοπάτι που επέλεξα να περπατήσω, εκείνο της ιστορικής αφήγησης, μία επίπονη διαδρομή κατά την διάρκεια της οποίας έμαθα πολλά, παράλληλα με την έρευνα μα και την συγγραφική του αποτύπωση.
Την ευχαριστώ λοιπόν και από το προσωπικό μου ιστολόγιο για τον πολύτιμο χρόνο που χάρισε στην Ζηναΐς, τον Λίβυ, τον Δείναρχο και όλους τους ήρωες, αφανείς και μη και εύχομαι να παραμείνει εμπνευσμένη, πολυγραφότατη και δημιουργική.

Πατώντας πάνω στον τίτλο που ακολουθεί, μεταφέρεστε στο ιστολόγιο της Ευρυδίκης, όπου εκεί μπορείτε να διαβάσετε ποικίλα και ενδιαφέροντα θέματα όπως βιβλιοκριτικές και άρθρα της μα και να βρείτε τους συνδέσμους εκείνους που αφορούν την πλούσια διαδικτυακή αλλά και έντυπη συγγραφική παρουσία της.

Οι Γεύσεις της Νέμεσης από την Ευρυδίκη Αμανατίδου

Μια γλυκιά μαγείρισσα σαγηνεύει την Αθήνα του 404 π.Χ με τις γεύσεις της τέχνης της. Η Ζηναΐς, ζει στον οίκο του στρατηγού Δείναρχου εδώ και δύο χρόνια. Έχει αφήσει το σπίτι της στην Επίδαυρο, αποφασισμένη να αλλάξει ζωή, κουβαλώντας μαζί της έναν άπελπι έρωτα. Η κοπέλα έχει χαρίσει την καρδιά της στον Σπαρτιάτη Λίβυ, τον αδελφό του Λύσανδρου, νικητή της μάχης στους Αιγός Ποταμούς. Στην Αθήνα, θα ανακαλύψει πως αυτή η καρδιά έχει χώρο και για έναν δεύτερο ευνοούμενο, τον Δείναρχο, ο οποίος επίσης είναι ερωτευμένος μαζί της.
Σε μία πόλη που χάνει την αίγλη της και την οποία το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου θα αφήσει ως τη μεγάλη ηττημένη, οι συνθήκες γίνονται πολύ δύσκολες. Η δημοκρατία καταλύεται και οι τριάκοντα τύραννοι λύνουν και δένουν. Οι συγκυρίες φέρνουν τον Λίβυ στην Αθήνα και η Ζηναΐς θα προσφύγει σε αυτόν για να προστατέψει τον Δείναρχο. Από εκεί και πέρα η αντιζηλία ανάμεσα στις δύο αιώνιες αντίπαλες πόλεις θα γίνει ένας εγωιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο άντρες.
Ξεκίνησα να διαβάζω το μυθιστόρημα έχοντας σαν έναυσμα την πολύ θετική εντύπωση που μου είχε κάνει ήδη η γραφή της Κωνσταντίνας Λαψάτη. Ομολογώ βέβαια ότι βιβλία που έχουν να κάνουν με τον αρχαίο κόσμο δεν ήταν ποτέ της ιδιαίτερης προτίμησής μου. Η συγγραφέας όμως, σαγηνευτική προσωπικότητα και η ίδια σαν την κεντρική ηρωίδα της, κατόρθωσε να με συναρπάσει από τις πρώτες σελίδες. Η πληθώρα των ιστορικών πληροφοριών, δοσμένη όμως σε σωστές δόσεις στα καίρια σημεία, κάτι ίσως σαν τα καρυκεύματα που η Ζηναΐς με τέχνη χρησιμοποιεί στα φαγητά της, βάζει τον αναγνώστη αμέσως στο κλίμα. Είναι σαν να ακούω τη δημιουργό να του λέει παίρνοντάς τον από το χέρι και οδηγώντας τον: «Έλα να σου δείξω πως κάποια πράγματα συνέβαιναν και θα συμβαίνουν πάντα. Έλα να σου δείξω πόσο πάθος μπορεί να κρύβεται ακόμη και πίσω από μία μάσκα αδιαφορίας. Να δεις πως οι άνθρωποι ήταν και θα είναι πάντα οι ίδιοι».
Η Νέμεσις απονέμει τη θεία δίκη τιμωρώντας την αλαζονεία των ανθρώπων.
…και οι άνθρωποι βογκούν πίσω από τα δίκαια δεσμά σου, γιατί κάθε σκέψη καλά κρυμμένη στο μυαλό, ξεκάθαρα αποκαλύπτεται στη θέα σου...(από τον Ορφικό ύμνο στη Νέμεση).
Οι γεύσεις της Νέμεσης είναι ένα μυθιστόρημα για το πάθος, την επικράτηση, την αλαζονεία, τα ανθρώπινα λάθη είτε αυτά είναι λανθασμένες αποφάσεις σε έναν πόλεμο είτε εσφαλμένες εκτιμήσεις ενός χαρακτήρα, μίας συμπεριφοράς. Είναι όμως και ένα μυθιστόρημα για τη διχόνοια που μάστιζε ανέκαθεν την Ελλάδα ζητώντας όλο και περισσότερο αίμα, προϊόν των αδελφοκτόνων πολέμων.
Με μαεστρία η Κωνσταντίνα Λαψάτη μεταφέρει το μίσος και την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη και σε επίπεδο προσωπικών συναισθηματικών συγκρούσεων. Ο Λακεδαιμόνιος Λίβυς και ο Αθηναίος Δείναρχος ερίζουν για το ποιος θα υπερισχύσει στην καρδιά της Ζηναΐδος, την διεκδικούν σαν μία πόλη τρόπαιο, την οποία θέλει ο καθένας να πάρει με το μέρος του. Η ζυγαριά κλείνει πότε προς τον έναν πότε προς τον άλλον. Ακριβώς σαν μια πολεμική σύρραξη, όπου το αποτέλεσμα της μάχης είναι ένα συνονθύλευμα στρατηγικής, εύνοιας της τύχης, αλλά και αστάθμητων παραγόντων, έτσι και οι τρείς βασικοί ήρωες θα δώσουν τις δικές τους μάχες για να αποδείξουν στους Θεούς ότι όλοι δικαιούνται μία δεύτερη ευκαιρία.
Αλλά και ότι η Νέμεσις είναι μία άφταστη μαγείρισσα, αρκεί να μη χλευάσεις τη δύναμη και την τέχνη της. Γιατί τότε είναι πολύ εύκολο να ζυμωθεί η ήρα μαζί με το σιτάρι και η βρώση δε θα είναι πλέον απόλαυση, αλλά τιμωρία.
Οι γεύσεις της Νέμεσης είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται στην κυριολεξία απνευστί.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός.



16.6.13

Καβοντορίτικο Φεγγάρι


Ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ μὲ τὸν ἡέλιον μόνον.
Πίσω ἀπὸ φυλλώματα πυκνὰ μὲ πράσινον…
μὲ κρύσταλλον σχηματισμένα,
νὰ χάνομαι ἀπ’ τὰ μάτια του.

Τὴν εὐλογίαν του νὰ ὁρῶ πὼς καθρεπτίζεται,
εἰς τὶς δροσιὲς ποὺ ὅλον τρέχουν,
πότες σὲ πανώρια δένδρια κουσέλια νὰ μολογήσουν,
πότες σ’ ἀνθιὰ χιλιόχρωμα,
ῥιζωμένα σὲ καλλιμάρμαρα ξεχασμένα.

Γυμνὰ νὰ ζοῦν τὰ πόδια μου εἰς τὴν γῆς
κι ὅλες οἱ μυρωδιές της,
ἀνάσα κι ἔρωτάς μου…
νὰ ᾿ναι ἡ ἰσκιάδα θηλυκόν,
ποὺ ὕστερις σούρουπον παντοῦ ν’ ἁπλώνῃ…

Τότες ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ εἰς τὸ ἰδικόν σου φῶς,
ἔρωτα τοῦ ἡελίου.
Ὦ, καβοντορίτικον φεγγάρι ζηλευτόν,
μέσα σὲ εἶδα ἀπ’ ἀφροὺς νὰ ξεπροβάλῃς
καὶ νὰ ᾿σαι εὐλογημένον ἀπ’ ἁγνὴν γραφήν,
ὦ, σελήνη καβοντόρικη,
ποὺ ᾿χεις τὸν ἥλιον ἐραστήν.


{πατώντας τον σύνδεσμο, 
μεταφέρεστε στο προσωπικό ιστολόγιο 
του Δεσποτάκη της Δαμητρός
και στο ποίημα
«Καβοντορίτικον Φεγγάρι»}

Cavo D' Oro
Photo by Lily Cash

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ ή ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΚΑΦΗΡΕΑΣ
Σαν Καφηρέας αναφέρεται στην Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Φεραίου, ενώ Cavo D' Oro ήταν η ονομασία που του έδωσαν Ιταλοί ναυτικοί κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.


ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΙΩΝ
Ο Αίαντας, ο βασιλέας της Κολχίδος, ναυάγησε στην περιοχή του Καφηρέως κατά την επιστροφή του από την Τροία, ενώ βυθίστηκαν όλα τα πλοία του.
Σύμφωνα με την Επιτομή του Απολλόδωρου [vi.7] στον Καφηρέα ναυάγησε επίσης ο στόλος των Ελλήνων επειδή ο βασιλιάς του Ναυπλίου, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γυιού του Παλαμήδη, άναψε φωτιές στα γύρω βράχια, ώστε οι Έλληνες να υποθέσουν ότι πλησιάζουν στην ακτή.
Κατά την ναυμαχία του Αρτεμισίου, τα πλοία των Περσών που επιθυμούσαν να περικυκλώσουν εκείνα των Ελλήνων, ναυάγησαν και βυθίστηκαν εξαιτίας καταιγίδας που ξέσπασε στην περιοχή [Ηρόδοτος Ιστορίαι - Ουρανία].
Ένα ακόμη διάσημο ναυάγιο ήταν εκείνο του Δίωνος του Χρυσόστομου [vii7] & [ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΤΟΜΟΣ Θ] που το 100 μ.Χ. ναυάγησε στα Κοίλα.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ
 ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ
Σημαντικότεροι οικισμοί ήταν η Αρχάμπολη, πόλη-μεταλλείο που ήκμασε τον 8ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε κατά την Ρωμαϊκή Εποχή και η Γεραιστός, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της περιοχής, που προσέφερε καταφύγιο στα πλοία που διέπλεαν τον Καφηρέα εν μέσω δυνατών ανέμων, ενώ παράλληλα ήταν γνωστή και για το ιερό του Γεραιστίου Ποσειδώνος στον οποίο και θυσίαζαν οι ναυτικοί για να έχουν ασφαλές ταξίδι στην, συνήθως τρικυμιώδη, θάλασσα του Καφηρέως. 

 ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΝΕΤΟΙ, ΦΡΑΓΚΟΙ, 
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Στα Βυζαντινά χρόνια και κατά τον 13ο αιώνα αποτελεί την έδρα του Καρυστινού ιππότη Λικάριου που με την βοήθεια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, κατάφερε να επιβιβάσει φρουρά για την προστασία της περιοχής.
Μετά την 4η Σταυροφορία οι Ενετοί δημιούργησαν μία ζώνη ασφαλείας στην Νότια Εύβοια, ενώ άρχισαν να κτίζονται νέα χωριά, όπως ο Πλατανιστός [στην θέση Ελληνικό σώζεται το πανάρχαιο φρούριο των Ανεμοπυλών που έγινε ορμητήριο του Λικάριου], το Κόμητο και το Καψούρι, το οποίο όμως δεινοπάθησε από τις επιδρομές των Ενετών μα και των Τούρκων κι έτσι οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκαταστήσουν το χωριό στην θέση που βρίσκεται και σήμερα.
Η Κωνσταντινούπολη έπεσε την 29η Μαΐου 1453 και οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν την Εύβοια το 1470. Από εκεί και ύστερα, αρχίζουν να κτίζονται άλλα χωριά, όπως η Πρινιά [από Έλληνες της Μικράς Ασίας που κατέφυγαν τον 15ο αιώνα στον Κάβο Ντόρο] και το Δράμεσι [Ευαγγελισμός] κοντά στο οποίο έγινε η ναυμαχία της Άνδρου μεταξύ του Ελληνορωσσικού στόλου του Λάμπρου Κατσώνη και του τουρκικού το 1790.
Η περίφημη ναυμαχία του Καφηρέως έγινε στις 20 Μαΐου του 1825 όπου οι ναύαρχοι του Ελληνικού στόλου, Γεώργιος Ανδρούτσος, Γεώργιος Σαχτούρης και Απόστολος Νικολής έτρεψαν σε φυγή τον τουρκικό στόλο στην περιοχή της Γεραιστού [σημερινό Καστρί].
Οι Τούρκοι αποχώρησαν σταδιακά από την Εύβοια το 1832, ενώ η πόλη της Καρύστου παραδόθηκε στους κατοίκους την 9η του μηνός Απριλίου του 1833 [στην αποτυχημένη πολιορκία της Καρύστου τον Μάρτιο του 1826 με τον Γάλλο συνταγματάρχη Φαβιέρο πολέμησε και ο πρόγονός μου Λαψάτης Νικόλαος. Δεν γνωρίζω έαν έπεσε στην μάχη].
Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί δεν πάτησαν ποτέ την κατακτητική μπότα τους στον Κάβο Ντόρο.

ΠΗΓΕΣ


19.5.13

Μνήμη 19ης Μαΐου. Θυμήσου. Μην ξεχνάς.




Μία λέξη μόνο είναι αρκετή και η μνήμη ανασαλεύει. Για εκείνα τα καταραμένα χρόνια που ο τούρκος έπεσε σαν αγρίμι να μας φάει. Και μας έφαγε τελικά, μας ήπιε το αίμα, μας πετσόκοψε, μας εξολόθρευσε, μας ξερίζωσε από την αγαπημένη μας γη, την Πατρίδα μας, τον Πόντο.

Κορμιά βίασες τούρκε, τα σπίτια μας έκαψες, τις μανάδες μας σφαγίασες, τους πατέρες μας εκτόπισες. Σώματα, κορμιά, σάρκα, χέρια, πόδια, κεφάλια, σάρκα, σάρκα, σάρκα, ματωμένη σάρκα αναζήτησες και σάρκα έλαβες, την Ψυχή μας όμως τούρκε δεν την βίασες, δεν την σκότωσες, δεν την σφαγίασες, η Ψυχή μας παραμένει αλώβητη, πιστή αγαπητικιά της Πατρίδας, η Πατρίδα μας τούρκε δεν μας ξέχασε κι εμείς το ίδιο, δεν ξεχνιούνται τα ιδανικά. Σαν την λαμπάδα της λαμπρής καίει μέσα μας, καίει ασταμάτητα, η φλόγα της πονάει αλλά είναι γλυκός ο πόνος της Πατρίδας, κι εσύ δεν μπορείς να το νιώσεις, γιατί η τωρινή σου γη, αυτή που κατέχεις, είναι ζυμωμένη με αίμα, με ξιφολογχισμένα έμβρυα, με πτώματα μανάδων, ναι, είναι ζυμωμένη με το δάκρυ τους, δάκρυ και αίμα, βαριά πέφτει πάνω σου αυτή η κατάρα.

Γελάω τούρκε, γελάω με την ανοησία σου, γιατί τα χώματα της Πατρίδας βγάζουν δέντρα που ποτίστηκαν από το αίμα των χιλιάδων της νεκρών, τρέφεσαι τούρκε, τρέφεσαι από ματωμένη γη και γελάω, γελάω γιατί τελικά δεν μας ξερίζωσες, τελικά, μας πήρες μέσα σου, κυλάμε στο αίμα σου, όσο κι αν δεν ήθελες Τραντέλλενες, τους πήρες μέσα σου.
 
ΦΑΝΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

Πόντος. 
Πατέρας της «ακριτικής» ποίησης και παιδί του Ελληνισμού. Ολάκερες γενιές του 'γίναν ολοκαύτωμα, μα με την Ιστορία αντάμωσαν κι εκείνη δεν τους ξεχνά. 
Ούτε κι εσύ. 
Γίνε εμπόδιο στην λήθη και τιμώρησε κρατώντας την ιστορική Μνήμη ακέραιη και πανταχού παρούσα.
Θάνατος.
Το άλγος της γενοκτονίας και της προσφυγιάς δεν φεύγει από την καρδιά κι ακόμα ματώνει, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. 
 
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙΓΧΙΔΗΣ

1916-1923.
Σαμψούντα, Κοτύωρα, Πάφρα, Κερασούντα, Τραπεζούντα, Αμισός, Σινώπη, Οινόη, Σάντα, Σούρμενα, Δαρδανέλλια. Πατρογονικές εστίες εγκαταλελειμμένες, βασανιστήρια, πλήρης αποδεκατισμός, εγκλήματα, εργατικά τάγματα θανάτου, λεηλασίες, βιασμοί, δολοφονίες, ξεριζωμοί, πυρπολήσεις χωριών, εκτοπισμοί, φυλακή, κρεμάλες, πείνα, κρύο, βίαιοι εξισλαμισμοί, άκρατος γενιτσαρισμός, άγριο παιδομάζωμα.
Αιχμάλωτοι : κανένας
 

 ΚΑΠΕΤΑΝ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ

Αναγκάζεται ο Τραντέλλενας να βγει στα παρχάρια. 
Κι έτσι, τρανά παλικάρια γεμίσαν τα βουνά του Πόντου. 
Θυμήσου τον Ευκλείδη και τον Καπετάν Λευτέρη, τον Αντώνη τον Τσαούς, τον Αμπατζή, τον Τσαουσίδη και  τον Μικρόπουλο, τον Πασχαλίδη και τον Γιώργη Απανόζ, τους ήρωες της Σάντας που έχοντας δυο εχθρούς να πολεμήσουν, τον τούρκο και την πείνα, δεν σκύψαν το κεφάλι και πάλεψαν και πολέμησαν και πέθαναν και μάρτυρες γινήκαν.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Θυμήσου. Μην ξεχνάς.
Ο τούρκος έδινε όρκο στο Κοράνι και το πιστόλι. Ο Τραντέλλενας έδινε την ζωή του για την Πατρίδα και την Ελευθερία. Οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν μάρτυρα τον έκαναν, μάρτυρα του δικού του ματωμένου όρκου. 
Μην τον ξεχνάς. Ποτέ. 
Μην τον αγνοείς. Τίμησέ τον.



Μα δεν ήταν μόνο ο Τούρκος που μισούσε. 
Έμπνευση για την οποία και τιμήθηκε με τον τίτλο του πασά είχε ο Γερμανός συνταγματάρχης φον Σάντερς και έγινε στρατολόγηση του ανδρικού πληθυσμού στέλνοντάς τον σε στρατόπεδα εργασίας όπου
“ το κρύο του χειμώνα, η ζέστη του καλοκαιριού, οι αρρώστιες και η πείνα θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα που λογαριάζετε εσείς με το δικό σας σχέδιο να τους ξεκαθαρίσετε με τις σφαγές. 
Ο θάνατός τους θα είναι βέβαιος με το σχέδιο που σας προτείνω. Οι γυναίκες τους δεν θα γεννούν κι έτσι θα λυθεί κι αυτό το πρόβλημα, ενώ η μισητή αυτή ράτσα θα ξεκληριστεί και θα χαθεί μέσα σε μία γενεά. Μην ξεχνάτε όμως τις περιουσίες και τα κτήματα που θα αφήσουν μετά τον χαμό τους, θα περάσουν στο δημόσιο” [1]

[1]Χρήστου Νεράντζη – Το έπος της Μικράς Ασίας, 1987 Μορφωτικός Κόσμος.
 Πηγή φωτογραφιών: Σύλλογος Ποντίων Ν. Ροδόπης ''Η Τραπεζούντα''
                                   Το Γεράκι της Θράκης



ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Ενίσχυση ζήτησαν οι Τραντέλλενες, μα απάντηση δεν πήραν από την ελληνική κυβέρνηση, μήτε βοήθεια στάλθηκε, ούτε από δαύτους ούτε από τους συμμάχους. 
Θυμήσου το. Μην το ξεχνάς.
Και τότε ο Κεμάλ εξαπολύει την 3η στρατιά εναντίον τους.

''Στα βουνά της Πάφρας οι πληγωμένοι είναι πολλοί.
Μην έρθεις γιατρέ, μην έρθεις,
δεν υπάρχει ελπίδα να σωθούν.
Εκτός από τον Θεό δεν έχει άλλο προστάτη
Ο Ελληνισμός του Πόντου''


Όταν χρίζεσαι γενοκτόνος, το στίγμα του άδικου αίματος θα σε κυνηγάει εσαεί. Το κράτος σου στηρίζεται σε συνεχείς, απεχθείς γενοκτονίες και κράτος γινωμένο από αίμα αθώου, επιθυμεί να μυρίσει ξανά αίμα αθώου.
Θυμήσου το. Μην το ξεχνάς. 

Η δόξα όμως και η τιμή ενός περήφανου θανάτου, έκανε ήρωα τον Τραντέλλενα που το ιερό σώμα του δυό φορές απαγχονιζόταν για να απολαύσουν το θέαμα οι αργοπορημένες σύζυγοι των τούρκων που δεν είχαν προλάβει να δουν την εκτέλεση.


Ιδού ήθος, ιδού ένστικτο.  

Ιδού ο διπλοδολοφονημένος Ήρωας, 
που έμπνευση για την Ζωή 
έκανε τον ίδιο τον Θάνατο.

 

19 Μαΐου σήμερα. 
Δεν είναι ημέρα πένθους, θλίψης και κλάματος, 
Είναι ημέρα Θαυμασμού, Τιμής και Μνήμης. 
Αισιοδοξίας, Περηφάνιας και Αντίστασης.
19 Μαΐου σήμερα.  
Ημέρα Μνήμης για εμάς, μέρα θριάμβου για τους τούρκους, που «19 Μαΐου» ονόμασαν μία μικρή κωμόπολη της Σαμψούντας επειδή εκείνη την ημερομηνία ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα. 
Ιδού.

Συνειδητή η επιλογή μου να μην αναρτήσω φωτογραφίες του σφαγιασμού των Τραντέλλενων Ποντίων και να βάλω φωτογραφίες των ανταρτών Ηρώων, των παλικαριών εκείνων που 
με το αίμα τους κράτησαν ζωντανή την πίστη 
και με τον θάνατό τους, κράτησαν ζωντανή την ελπίδα.
Διότι νεκρός Ήρωας σημαίνει χρέος, 
ένα χρέος που έχουμε όλοι απέναντί του 
κι όπως έγραψε ο μέγιστος Παλαμάς

«Χρωστάμε σε αυτούς που ήρθαν, πέρασαν,
θα 'ρθούνε, θα περάσουν,

κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι και οι νεκροί».


Θυμήσου το. Μην το ξεχνάς. 


Η σφαγή των νηπίων της Σάντας



 © 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Αφιερώματα




19.1.13

Εὐτυχία Αἰμιλία







Τὴν πρώτην ἄκουσες κραυγήν της,



μόλις ποὺ σὲ ξέβραζε τὸ πέλαος·



ἀμήχανα ἐγελοῦσες…






Ἔκλαιε…



ἐγύρευε ζωήν,



ἄφθονος γύρω της ποὺ κυλοῦσε,



μ’ ἀδιάφορη προσπέρναε,



ἀνάμεσα σ’ ἅρμυρη πέτρα καὶ παγωμένες ψυχές.






Τυφλὴ ζωή!



καὶ μόλις ἐπρόλαβες…



τὸ ἕνα σου γόνυ ἄγγιξεν γῆν



καὶ μέσα ἦταν εἰς τὰ μάτια της,



τῆς γῆς ἁπλωμένα τὰ πράσινα.



Μὲ τὸ ᾿να χέρι ποὺ ἔλαμπε,



ἔγινες Ἥλιος Θεός,



μὲ τ’ ἄλλον τὸν θάνατόν της ἐνικοῦσες.






Κι ὕστερις,



ἐτρύπωσε εἰς τὰ χέρια σου μέσα,



ὅλον τὸ κλάμμα της, ἡ βρεγμένη της γοῦνα,



ἐμάγεψαν τὰ στήθια σου.






Κι ἔφυε ὁ θάνατος,



ἔφυε τὸ χθές,



νύκτες ἐκύλησαν καὶ ἦλθαν ξημερώματα



καὶ τὸ Φῶς τὴν ἐκάλεσεν Εὐτυχίαν,



καθὼς τὰ πρῶτα βήματα, τὰ χάδια



καὶ τὸ μικρὸν κορμάκι της,



ἔρωταν ἔβγανε!



Ὅλος μιὰ χνουδωτὴ ἀγκαλιά,



ὅλος γουργούρημα Θέ μου καὶ νάζι, ἀληθινόν!






Καὶ ἰδοῦ ὁ Ἔρως!



Ἕν τὸ Ζῶον κι ἐσύ Ἁγνή!



Ἐσὺ Ἄλφα τοῦ Ἀνθρώπου Πρῶτον,



Αὐτὴ Εὐτυχία Αἰμιλία Γαλῆ…






Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς

Ἕλλην

SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author