11.10.18

Η τέχνη του να υπάρχεις στον κόσμο ακόμη κι όταν έχεις φύγει απ' αυτόν





Ο πρωτόγονος άνδρας προσφέροντας το πρώτο λουλούδι στην αγαπημένη του υπερέβη το βάρβαρο. Και μπήκε στον κόσμο της τέχνης.

Η τέχνη του να υπάρχεις στον κόσμο διαφύλαξε το “Σπουδαστήριο της Αιώνιας Άνοιξης”, τα “Ευοίωνα Σύννεφα που στηρίζουν τη Γη”, το “Δωμάτιο των Ευωδιαστών Ορχιδέων”, την “Αίθουσα των Απολαύσεων του Καλού”, το “Περίπτερο του Κίτρινου Γερανιού”, το δαμασκηνό μετάξι, το θεατρικό έργο “Πέρασμα Nanyang”, το τσάι, το ανθοδοχείο, τα φτερά του παγωνιού, τον θρόνο από κόκκινο σανταλόξυλο, την ποίηση, την σφραγίδα.
Διαφύλαξε και το ρητό του Κομφούκιου αποτυπωμένο με κινέζικη καλλιγραφία από τον ίδιο τον αυτοκράτορα:
«το να συναναστρέφεσαι ανθρώπους με ευγενή χαρακτηριστικά, είναι σα να μπαίνεις σε ένα δωμάτιο γεμάτο ευωδιαστές ορχιδέες. Μετά από λίγο δεν μυρίζεις το άρωμα, επειδή έχεις γίνει πλέον μέρος του».

Αντικρίζοντας την τέχνη της ζωής του αυτοκράτορα της Κίνας Τσιανλόγκ στην έκθεση του Μουσείου Ακρόπολης (Από την απαγορευμένη πόλη: Αυτοκρατορικά διαμερίσματα του Qianlong) συνειδητοποίησα μία αλήθεια, αυστηρά προσωπική:  
Οι άνθρωποι συνηθίζουν να αποκαλύπτουν τους εαυτούς τους μόνο στα μικρά πράγματα. 
Οι Κοιμώμενοι Δράκοι όμως, αποκαλύπτουν το μεγαλείο τους ΑΚΟΜΗ και στα μικρά πράγματα. Ιππεύουν  τον άνεμο, επειδή γνωρίζουν ότι είναι οι ίδιοι άνεμος. Και έχουν κάνει Τέχνη το να υπάρχουν στον κόσμο, ακόμη κι όταν έχουν φύγει απ' αυτόν.

Βαδίζοντας μία προς μία τις αίθουσες, μύρισα το αέρινο άρωμα ανθισμένων λουλουδιών  της ανατολής, που πλανιόταν ερωτικά στην ατμόσφαιρα. Δεν επιτρεπόταν να γίνει διαφορετικά. 
Τέτοια κόκκινη σκοτεινιά, τόσος χρυσός και νεφρίτης, χρειαζόταν μία και μόνο νότα λεπτού αρώματος για να ισορροπήσει τις αισθήσεις. 
Ώστε φεύγοντας, 
να θυμηθώ τα λόγια εκείνα: 
«έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου».



απεικονίζεται το δωμάτιο μελέτης του αυτοκράτορα Τσιανλόγκ 
στο Παλάτι του Πολλαπλού Μεγαλείου της Απαγορευμένης Πόλης του Πεκίνου, 
όπως μας εμφανίστηκε σε μια αριστερή στροφή, 
στην αίθουσα της έκθεσης του Μουσείου Ακρόπολης 





24.6.18

Ναύπλιο. Μια ζωή που πέρασε, θυμίζει και κοιμίζει...




Ναύπλιο. 23 Ιουνίου 2018. Δύο ημέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο και θαρρείς πως η ιστορία κάνει στάση κι αυτή στα ωχροχτισμένα τειχιά και τις ματωμένες ντάπιες, τα στενά καλντερίμια, τα λαγούμια, τις στέρνες. Ο Λέοντας Σγουρός αρχόντεψε στο Ναύπλιο προτού κάνει έφιππος το πήδημα του θανάτου από τον Ακροκόρινθο. Από την άλλη, ο ανάγλυφος φτερωτός Λέοντας της Βενετίας δεσπόζει ακόμα, σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Το ρολόι δείχνει 5:35 το απόγευμα. Περίμενα να έχει κολλήσει η ροή του χρόνου την ώρα που το αίμα στέριωνε τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχτηκαν τα όνειρα του σκλαβωμένου λαού μα και τα όνειρα των κατακτητών του.
Αντικρίζοντας την Παλιά Βουλή του 1825, αυθόρμητα σκέφτηκα τον Θεό. Και πως οι άνθρωποι που 'χτισαν τούτο το οίκημα, θέλησαν να προσφέρουν λίγη από την ευλογία των ουρανών στις ελπίδες τους.Ένα τετράγωνο και πάνω του να στηρίζεται ο τρούλος της πίστης για την ελευθερία. Πρώτα τζαμί, έπειτα Βουλευτικό, αργότερα φυλακή, ύστερα σχολείο, τώρα Πινακοθήκη. 
Όλα μπερδεμένα πάνω σε αυτό το κτίσμα, η ελευθερία να κονταροχτυπιέται με τη σκλαβιά, η παιδεία να γεννά την τέχνη, όλα τόσο μπερδεμένα.



Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. Το Ενετικό κτίριο του βενετσιάνου Αυγουστίνου Σαγρέδου που μέσα του κρατάει στοργικά το Φράχθι, την Τίρυνθα, την Ασίνη, τη Μιδέα, τα Δενδρά, την Καζάρμα. Ονόματα που κάποιοι θα έχουν ακούσει, μα λίγοι είναι εκείνοι που καταλαβαίνουν την ιστορία που αυτά κουβαλούν.
Έξω, κάπου εκεί στον τοίχο του, ένα πέτρινο προσωπείο, ένα ολοστρόγγυλο Όμικρον το στόμα του, ένα Ιταλικό Bocca della Verita που μοιάζει να ταξίδεψε κατ ευθείαν από τη Ρώμη για να έρθει ως εδώ και να εντοιχιστεί τόσο μα τόσο παράξενα. Αντί να δαγκώνει το χέρι, το ποτίζει, 


αφού αυτός ήταν ο προορισμός του: να δροσίζει τον περιπατητή. Ίσως και να τον συνετίζει. Αυτές οι τρεις ρυτίδες του μετώπου δείχνουν την σμιλευμένη σοφία και την κελαρυστή δροσιά που βγαίνει από το στόμα. Κάτι που εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε χάσει. Τώρα, τα στόματά μας δεν βγάζουν λόγους σωφροσύνης, μήτε δροσιά. Αστόχαστα λόγια ξερνάμε, αστόχαστες ζωές ζούμε, όλα ολόπικρα και καυτά, δίχως φρεσκάδα, δίχως κάλλος. Οι στόχοι των ανθρώπων που μέστωσαν πάνω στην πέτρα, έγιναν ο φραπές και το διαδίκτυο και το like του νεοέλληνα.


Τα φυτρωμένα τειχιά της Ακροναυπλίας δίνουν ζωή. Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, Ενετοί, Οθωμανοί. Κι η Λασκαρίνα Πινότση και ο Νικήτας Σταματελόπουλος και ο Στάικος Σταϊκόπουλος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Αναστάσιος Κουτρουμπής.  Αν δεν είχε υπάρξει το αίμα, δεν θα υπήρχαν και τα δέντρα. Αν δεν υπήρχε η φυλακή των Βαυαρών του Όθωνα, δεν θα ανέπνεε το θνητό σώμα μου την ευωδία της καταιγίδας που λεπτό το λεπτό, με πλησιάζει εδώ, στην πλατεία Συντάγματος, κάτω από τον δυνατό πλάτανο. Αιμοβόρα θεά η ελευθερία και αισθάνομαι πως εδώ ακριβώς ενηλικιώθηκε και νοιώθω πως στα σήμερα, στα 2018, αυτή η ελευθερία, αδάμαστο θηρίο, έχει πέσει καταπάνω μας και πεινασμένη, κατατρώει όχι τις σάρκες μας, αλλά το πνεύμα μας. 

Ναύπλιο. 23 Ιουνίου 2018. Δύο ημέρες μετά το θερινό ηλιοστάσιο και θαρρείς πως η ιστορία κάνει στάση. Μα όχι εγώ. Όχι εδώ. Εδώ κάνει στάση μόνο το σώμα.


Στ’ Ανάπλι
Αντώνης Αναπλιώτης
Στ’ Ανάπλι στό λιμάνι του
Αργό τό πυροφάνι του
Πέρα απ’ τό βάλτο μούγνεφε
Κι’ ακόμη, λές, μού γνέφει.
Σάν πάπια πλέχει η ξεγνοιασιά.
Σάν κύμα σκάει τό κέφι…
Στ’ Ανάπλι στό λιμάνι του
Πέντε - έξη - εφτά βαρκούλες
Στ’ άσπρα ντυμένες ούλες
Τόσο λευκή είν’ η ανάμνηση,
Όσο κι’ αυτές λευκούλες.
Στ’ Ανάπλι στό λιμάνι του
Αργό τό πυροφάνι του,
Τή θάλασσα φωτίζει.
Καί μιά ζωή πού πέρασε
(Ανάθεμά την, γέρασε)
Θυμίζει καί κοιμίζει…














16.5.18

Ποιος θεός







Ο Αττικός ήλιος έσπερνε χαμόγελα στα πρόσωπα των ανθρώπων εκείνων που σπονδές ήρθαν στα αρχαία ετούτα πατήματα να προσφέρουν.
Σε ποιο θεό άραγε; Ποιος θεός διαφεντεύει τις ζωές τους;


Το πράσινο χρώμα αγκάλιαζε την πέτρα. Η ευωδιαστή αγγελική χάριζε το νέκταρ της στον τοίχο
και ο τοίχος έψελνε από την αγαλλίαση του τόπου. 
Όμορφες στιγμές. Φορούσαν ευωδιά αρχαγγελική, ακόμη κι αν το μισογκρεμισμένο παράθυρο έγερνε προς το θάνατο.
Μισκόκλειστα τα παντζούρια,
στέγη φυτρωμένη, ξύλο σάπιο, χόρτο στο κεραμίδι. Αγκαλιά ζωής και θανάτου,
μια σφιχταγκαλιά που έκλεινε μέσα της τόσες ανείπωτες ιστορίες.
Ποιος θεός διαφεντεύει τη λαλιά του τόπου;


Ο Ήλιος ξάπλωνε στα αόρατα τώρα πια τειχιά του Διπύλου. Έδινε το τελευταίο φως στο ναό της Αθηνάς και του Ηφαίστου.
Στη Σκέψη και το Χέρι.
Την εργασία και τον κάματο 
του μυαλού και του σώματος.
Ποιος θεός διαφεντεύει την ισορροπία;


Τύμπανα ηχούν και για μια στιγμή θαρρώ
πως πομπή θα δω 
ιερή 
να διαπερνά τον πέπλο. Οι άνθρωποι γύρω μου όμως  δεν ακούν. Δεν ακούν τα τύμπανα, δεν ακούν τον άνεμο, την κραυγή του φύλλου που χτυπά στο χώμα, την κίνηση των γραναζιών του ήλιου, το ήρεμο τραγούδι της γάτας.
Οι άνθρωποι γύρω μου μιλάνε για χρήματα.
Κάποιοι κρύβουν στο βλέμμα γερό σκαρί,
άλλοι τρώγονται ήδη απ τα ποντίκια
και λίγοι βάζουν πλώρη μαγγελανική για άγνωστες θάλασσες που κρύβουν θαυμαστές στεριές.


Ποιος θεός διαφεντεύει το κουπί;
Είναι το χέρι του
ή 
το χέρι μας 
που δίνει το πρόσταγμα;


28.04.2018, οδός Διοσκούρων          











2.3.18

Ο Μιναλούς και η πανσέληνος






Εκείνη γυμνή από τον χρόνο

και με τη θνητότητα να κατοικεί κάτω από την τροχιά της.

Όλοι εμείς -κι εκείνος.

Εκείνος λουσμένος με το φως της

και με τις χιλιετίες να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του.

Σηκώνει το βλέμμα και αντικρίζει τη λαμπερή σφαίρα.



Τότε, κάτι συνέβη στην πένα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς και ...



Το αγνό, παγερό φως του ουρανού τάραξε το γατίσιο αίμα του.

Χορεύεις Μιναλλούς, χορεύεις;

Τι τερπνότερο από το να αποκαλέσεις χορό

τη συνάντηση δύο συγγενών;

Κυλιέται στο χορτάρι ο Μινναλούς.

Μόνος, σημαντικός και σοφός.

Και στην αλλαγή του φεγγαριού

υψώνει

την αλλαγμένη ματιά του







Ο γάτος βγήκε στο σεργιάνι
και η σελήνη στριφογύρισε σα σβούρα∙
κι ο πιο στενός της συγγενής,
ο μουλωχτός ο γάτος, ύψωσε  το βλέμμα.
Ο  μαύρος Μιναλούς κοίταξε τη σελήνη
γιατί καθώς αλήτευε κι όλο θρηνούσε,
το παγερό της φως στον ουρανό
κέντρισε το γατίσιο του το αίμα.
Βολτάρει ο Μιναλούς μέσα στη χλόη
πατώντας με τη χάρη ενός γόη.
Χορεύεις Μιναλούς, χορεύεις;
Όταν δυο συγγενείς στενοί ανταμώνουν,
τί πιο καλό από ‘ναν εύθυμο χορό;
Κι  ίσως να μάθει κι η σελήνη,
βαριεστημένη από τις τόσες ρεβεράντζες,
κάποια καινούρια χορευτική φιγούρα.
Ο Μιναλούς γλιστράει μέσα  στη χλόη,
απ’ τό ‘να  φεγγαρόφωτο στο άλλο τρέχει
κι η ιερή σελήνη η πάνωθέ του
πως μπήκε σε καινούρια φάση γνέφει.
Να ξέρει τάχα ο Μιναλούς ότι οι κόρες των ματιών του
από τη μια αλλαγή στην άλλη  όλο περνάνε
και τώρα ολόγιομες πως θά ‘ναι,  και  ύστερα
μισές, ολόγιομες, μισές,  και πάλι έτσι;
Ο Μιναλούς γλιστράει μέσα στη χλόη
μόνος, σπουδαίος, μα και σοφός
Και  τ’ αλλαγμένα πάλι μάτια του υψώνει
Προς της σελήνης το  αλλαγμένο φως.




"The Cat and the Moon" - The Wild Swans at Coole.
W.B. Yeats. New York, Macmillan, 1919.

“The cat went here and there
And the moon spun round like a top,
And the nearest kin of the moon,
The creeping cat, looked up.
Black Minnaloushe stared at the moon,
For, wander and wail as he would,
The pure cold light in the sky
Troubled his animal blood.
Minnaloushe runs in the grass
Lifting his delicate feet.
Do you dance, Minnaloushe, do you dance?
When two close kindred meet,
What better than call a dance?
Maybe the moon may learn,
Tired of that courtly fashion,
A new dance turn.
Minnaloushe creeps through the grass
From moonlit place to place,
The sacred moon overhead
Has taken a new phase.
Does Minnaloushe know that his pupils
Will pass from change to change,
And that from round to crescent,
From crescent to round they range?
Minnaloushe creeps through the grass
Alone, important and wise,
And lifts to the changing moon
His changing eyes”




10.2.18

Επειδή είμαι Κάστρο








Πρέπει να μάθεις τον λόγο

για τον οποίο δεν γεννήθηκα για έρωτες συνηθισμένους.


Επειδή είμαι Κάστρο 


και τόσα χρόνια μετά

επέλεξα να ηττηθώ και να υποκύψω στον κατακτητή.

Επειδή σου δίνω το δικαίωμα της Primae Noctis

δίχως κανέναν όρο και αντάλλαγμα.

Επειδή είμαι πύλη που σφραγίζει σαν τον αλχημικό αθάνορα,

επειδή έχω πέτρες που αγγίζουν ουρανό η μία αγκαλιασμένη με την άλλη.

Επειδή έχω λίμνη κι όταν το βλέμμα μου βυθίζεται στα βαθιά, πράσινα νερά

αλλάζω όνομα και μεταμορφώνομαι

σε μια σελίδα από κέλτικο παιδικό παραμύθι,

η Κυρά της Λίμνης, ξέρεις Εσύ.


Σου δίνω το δικαίωμα να γίνεις Κλειδοκράτορας και Εξερευνητής.


Ναι.


Είμαι Κάστρο


με πολεμίστρες που φρουρούνται από τοξότες που γονατίζουν στη Λογική.

Αλλά σου δίνω το δικαίωμα να ρίξεις τα τείχη μου,

να ισοπεδώσεις την πύλη μου,

να πετάξεις μακριά όλες τις πέτρες μου

και να μην μου επιτρέψεις να χτίσω τέτοιο τοίχο, ποτέ ξανά.


Επιλέγω να χρίσω εσένα Νικητή μου.


Γλυκιά η ήττα μου.

Είμαι το Κάστρο σου

και γεύομαι μια δοξασμένη ήττα.

Είμαι το Κάστρο σου

και είσαι ο Νικητής.


Όμως, 

μια τέτοια ανέγγιχτη, μοναχική γη,

αντέχεις να είναι μόνο δική σου ;



SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author