19.1.13

Εὐτυχία Αἰμιλία







Τὴν πρώτην ἄκουσες κραυγήν της,



μόλις ποὺ σὲ ξέβραζε τὸ πέλαος·



ἀμήχανα ἐγελοῦσες…






Ἔκλαιε…



ἐγύρευε ζωήν,



ἄφθονος γύρω της ποὺ κυλοῦσε,



μ’ ἀδιάφορη προσπέρναε,



ἀνάμεσα σ’ ἅρμυρη πέτρα καὶ παγωμένες ψυχές.






Τυφλὴ ζωή!



καὶ μόλις ἐπρόλαβες…



τὸ ἕνα σου γόνυ ἄγγιξεν γῆν



καὶ μέσα ἦταν εἰς τὰ μάτια της,



τῆς γῆς ἁπλωμένα τὰ πράσινα.



Μὲ τὸ ᾿να χέρι ποὺ ἔλαμπε,



ἔγινες Ἥλιος Θεός,



μὲ τ’ ἄλλον τὸν θάνατόν της ἐνικοῦσες.






Κι ὕστερις,



ἐτρύπωσε εἰς τὰ χέρια σου μέσα,



ὅλον τὸ κλάμμα της, ἡ βρεγμένη της γοῦνα,



ἐμάγεψαν τὰ στήθια σου.






Κι ἔφυε ὁ θάνατος,



ἔφυε τὸ χθές,



νύκτες ἐκύλησαν καὶ ἦλθαν ξημερώματα



καὶ τὸ Φῶς τὴν ἐκάλεσεν Εὐτυχίαν,



καθὼς τὰ πρῶτα βήματα, τὰ χάδια



καὶ τὸ μικρὸν κορμάκι της,



ἔρωταν ἔβγανε!



Ὅλος μιὰ χνουδωτὴ ἀγκαλιά,



ὅλος γουργούρημα Θέ μου καὶ νάζι, ἀληθινόν!






Καὶ ἰδοῦ ὁ Ἔρως!



Ἕν τὸ Ζῶον κι ἐσύ Ἁγνή!



Ἐσὺ Ἄλφα τοῦ Ἀνθρώπου Πρῶτον,



Αὐτὴ Εὐτυχία Αἰμιλία Γαλῆ…






Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς

Ἕλλην


2 σχόλια:

SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author