24.6.13

Οδοιπορικό στην Φιγαλική Γη ~ Επικούριος Απόλλων


Ο Ήλιος είναι διαφορετικός στην γη της Αρκαδίας.
Κλείνεις τα μάτια και τον αφήνεις να σε χαϊδέψει.
Δίχως όρους.
Μοναξιά που ενώνει την Μοναδικότητα και την Ισορροπία,
το Τέλειο και το Άπειρο.
Άρρητο Κάλλος που κάνει την ψυχή να αγαλλιάζει.
Δεν γίνεται διαφορετικά.

Φιγαλική γη.
Η Αιωνιότητα χαϊδεύει το μαρμάρινο κορμί του ναού
στον οποίο με έφεραν κάποτε
τα ανυπότακτα βήματα της Νιότης μου.
Τον γνώρισα,
τον περπάτησα,
τον άγγιξα.
Θυμάμαι το άσπρο σάβανο με το οποίο και τον είχαν τυλιγμένο,
λες και το λευκό μάρμαρο έχει ανάγκη την καλύπτρα
για να κρύψει από εμάς τους θνητούς την υπερκόσμια λάμψη του.


Χρειάζεται μυστηριακή ευλάβεια 
για να περπατήσεις τον τόπο.
Σιωπή που διακόπτεται από Μνήμη πολύλογη 
που αν σταθείς τυχερός
ψιθυρίζει την Ιστορία 
και σου αποκαλύπτει τα μυστικά της.  
Σιωπή σημαίνουσα και σιωπή ομιλούσα.

Κυριακή, 15 Αυγούστου 2004. 
Η αχόρταγη ματιά παρασέρνεται στα βουνά που σαν λόγχες ξεπροβάλλουν και τρυπούν τον ουρανό. Ένας βασιλέας Ήλιος δίνει ζωή στην μέντα, το φλισκούνι, το θυμάρι και το ασπάλαθο.
Στην Πέτρα,
που μοσχοβολάει δυσπρόσιτες αναμνήσεις. 
Τα βήματά μου προσπερνούσαν βιαστικά κάμποσες σαύρες και αίφνης, θυμήθηκα εκείνο το άλλο όνομα του Απόλλωνος, εκείνο το είδος του επιθέτου που υπερβαίνει πάντα το ουσιαστικό.  
Σαυροκτόνος
Με θλίψη έριξα το βλέμμα κάτω στο έδαφος παρατηρώντας τα αεικίνητα αυτά ερπετά. 
Ίσως ο Απόλλωνας να έφυγε από εδώ,
ίσως η ικανότητα του Σαυροκτόνου να έχει χαθεί. 
Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί  
όταν το ζωντανό μάρμαρο δεν ενώνεται με τον Ήλιο
ούτε πλένεται με το νερό της εξαγνιστικής βροχής; 
Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί 
όταν καλύπτεται από ένα πελώριο, άψυχο καραβόπανο, 
ευγενική προσφορά της UNESCO; 
Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί 
όταν εμείς οι Έλληνες δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τα μνημεία μας και μπορεί μόνο η UNESCO;
Αισθάνομαι λες και ο Φοίβος απαιτεί την εξαφάνισή του. 
Αίσθημα αλλόκοτα βαρύ, αίσθημα φυγής και εγκατάλειψης.
Έτσι νιώθω.
Αντικρύζοντας τις μεταλλικές αντηρίδες που γίνονταν ένα με την Αρκαδική γη συγκολλημένες μαζί της με γκρίζο μπετόν, ένα πικρό χαμόγελο εμφανίζεται στο ήδη σκιασμένο μου πρόσωπο.

Σκηνή ανίερης ένωσης.
Σκοινί ανίερης ένωσης.

Εισήλθα στον δίδυμο αδελφό του Παρθενώνος, που αποκαλείται έτσι επειδή δεν είναι καμωμένος εξ' ολοκλήρου από μάρμαρο, αφού το ευγενές αυτό υλικό έντυνε μόνο τον διάκοσμο και την στέγη. Το υπόλοιπο κτίριο ήταν από ντόπιο ανθεκτικό ασβεστόλιθο, γκρίζο σαν τον χειμωνιάτικο ουρανό. 
Η μετατροπή του σκληρού βράχου σε έργο τέχνης.
Μου έκανε εντύπωση το σκοτάδι, έντονα μελαγχολικό. Πού και πού μία αδύναμη ακτίνα κατάφερνε να πέσει πάνω σε κάποιον τυχερό κίονα και να του χαρίσει την θέρμη της, την τύχη της. 
Απόλλωνας, ο θεός του Φωτός, ο ολβιόδωρος Φοίβος που λατρεύτηκε σε αυτόν τον ναό ως Επικούριος και που σήμερα, 15 Αυγούστου του έτους 2004 και ημέρα Κυριακή, το φως έχει γίνει σκιόφως και μου κλέβει την όραση, καθιστώντας με τυφλή μπρος στο Κάλλος. 
Ουρανό αναζητούν οι κίονες. 
Ήλιο καλούν, ζητώντας προστασία.
Όχι από το χιόνι και τον Εγκέλαδο,
ούτε από την βροχή και την ζέστη.
Η φθορά γεννιέται απ' τους ανθρώπους.
Πολλά έχουν γραφτεί για τον προσανατολισμό του ναού. 
Πως περιστρέφεται,
πως αν προεκτείνεις τον άξονα προς τον ουρανό,
ο άξονας θα συναντήσει τον σημερινό πολικό αστέρα
που δεν είναι άλλος από το α της Μικρής Άρκτου. 
Προτιμώ έναν άλλον προσανατολισμό. 
Τον θεικό
Ο ναός ίσως να βλέπει προς την Μικρή Άρκτο,
ίσως να βλέπει προς το όρος Κωτύλιον,
μα πιστεύω πως βλέπει προς τον Απόλλωνα,
τον Εκφραστή της ακτινοβολούσας φύσεως του φωτός. 

Γιατί το καραβόπανο, 
στημένο πάνω από αυτόν τον δίαυλο επικοινωνίας, 
αφήνει ανείπωτη την Ομφή του θεού; 
Ποιος θέλει τις Ομφές ανείπωτες;
Τα δάχτυλά μου αγγίζουν απαλά το μάρμαρο.
Προσπαθώ να ανιχνεύσω το παρελθόν
αφήνοντας πίσω μου το σκότος.
Τα καταφέρνω.
Ναός του Απόλλωνος. 
Ναός του Επικούριου Απόλλωνος. 
Δημιουργήθηκε το 421 π.Χ. στις Βάσσες της Φιγαλίας από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο τον Αθηναίο.
Διακοσμητής της ζωφόρου που αναπαριστά την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία ο Λήμνιος Αλκαμένης. 
Λεηλατήθηκε το 1812 όπου και αρπάχθηκαν 23 πλάκες της ζωφόρου που σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο, στο Λούβρο και στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. 
Έννοιες αντίθετες. Σκοτάδι και Φως. Αρπαγή και Ελευθερία. 
Τί δουλειά έχει το άσπρο Μάρμαρο σε αίθουσες γκριζοσυννεφιασμένες;

Το βλέμμα μου το αγκαλιάζει. 
Χαμογελώ ξανά
με άλλη όμως διάθεση. 
Ζεστό βλέμμα και ψυχρή πέτρα γίνονται Ένα.
Κλείνω τα μάτια
και τότε καταλαβαίνω.
Ό,τι βλέπω δεν υπάρχει
κι ότι δεν βλέπω έχει αδιάκοπη ζωή
.
Μία είναι η λέξη πια.
 
Μέθεξη.  
Πλέρια μέθεξη 
που νεκρώνει τον χρόνο 
και τον αφήνει να περάσει απαρατήρητος. 

Ένας Χρόνος που καταβροχθίζει τα πάντα, 
μα όχι εκείνον. 
Όχι τον Ναό.  Ποτέ τον Ναό.
Θρεμμένος από άγριο Βοριά, 
αντάμωνε συχνά το χιόνι και την καταιγίδα, 
μέχρι την μέρα που σκεπάστηκε. 
Λούφαξε το Φως και αποκοιμήθηκε
και έμεινα μονάχη. 
Σιωπηλή Φύλακας που αναμένει τον Νόστο.




Βάσσες


Αυτό το ορυκτό, αλλού όρθιο κι αλλού πεσμένο
σε ποια τάξη ανήκει;
Σε ποια αταξία;
Σε καμία γλώσσα δεν υπάρχει όνομα που να το ορίζει.
Δεν έχει ούτε ιστορία. 
Δεν είναι πουθενά. 
Είναι άχρονο.
Ακόμα και τώρα, εδώ, κάτω από τον μενεξεδένιο ουρανό
που προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι μεσογειακός
Όμως, μάταια ψάχνω. 
Απομακρύνομαι. 
Πλησιάζω.
Αλλάζοντας προοπτική 
ξεσκεπάζω το πρόσωπο του χαμένου θεού
που κάποτε στο όνομά του κτίστηκε αυτό το κοιμητήριο.
Ας μην μιλάμε για ερείπια.
Ας μην κατηγορούμε τον χρόνο που πέρασε από πάνω τους.
Τα πετρωμένα δέντρα μιμήθηκαν την κλασική μορφή ενός ναού.
Οι δημιουργοί του τού έδωσαν αυτή την μορφή
για να έχουν ήσυχη την συνείδησή τους.
Γιατί κατά βάθος ήταν πεπεισμένοι
πως αν τα στοιχίσουν σε μία ευθεία γραμμή
αυτά τα κομμάτια της άμορφης ύλης,
σαν ξυλωμένα με το ζόρι,
σιγά σιγά θα ξαναβρούν την αρχική τους θέση
όπως οι ναυτικοί βρίσκουν ένα πλοίο φάντασμα
στο βασίλειο των ορυκτών, 
την αρχική τους προέλευση. 
Όλα θα ξαναγυρίσουν στην λάσπη, στην στάχτη.
Τίποτα δεν μπορεί να αψηφήσει τον χρόνο.
Και ποιος θα τολμούσε άλλωστε;
Ο ανελέητος και αλαζόνας θεός,
που την εύνοιά του θα ζητήσουμε
μέσα σε αυτή την κοιλάδα με τα μαραμένα δέντρα
στοιχίζοντας μεθοδικά τους απολιθωμένους κορμούς,
δεν έχει ανάγκη κατοικίας.
Τίποτα δεν έχει ανάγκη, 
ούτε προσευχές και λατρείες
Ίσως, μόνο, κάποιες εκατόμβες.
Αλλά είναι αμφίβολο αν θα φτάσουν ως εκείνον
οι θρήνοι και οι οδυρμοί όσων θυσιάζονται εκουσίως
σαν φτάνει η μυρωδιά απ' το αχνιστό τους αίμα στον βωμό
και οι βαριές αναθυμιάσεις που αναδύονται τριγύρω.
Είναι ο γέροντας θεός Χρόνος με την τεράστια γενειάδα του.
Ο θεός του χρόνου όταν ακόμα δεν υπήρχε χρόνος
ούτε και άνθρωποι.
Για χάρη του στήθηκε το χάος, 
η καταστροφή
αυτός ο άχρηστος σωρός.
Είναι καλά θρονιασμένος εκεί μέσα.
Πασαλειμμένος λάσπη, αναμαλλιασμένος
αποκοιμήθηκε την μέρα της δημιουργίας σε ύπνο δίχως όνειρα.
Μέσα στον αφρό του ''τίποτα'' του ''όχι ακόμα''
του ''για πάντα'' που είναι ο πηλός του.
Αποκοιμήθηκε. Μην τον ξυπνάτε.
Θα κοιμάται ως το τέλος του χρόνου.
Είναι δικη του αυτή η πέτρινη έρημος
κι όταν στον ύπνο του την βλέπει
γρυλίζει ικανοποιημένος.
Γιατί τίποτα σε αυτό το νεκτροταφείο ορυκτών
δεν του θυμίζει την πιθανότητα κάποιου συμβάντος ανθρώπινης ζωής.
Είμαστε ακόμα στην πρώτη ημέρα πριν αρχίσει οτιδήποτε.
Στον κήπο αυτό της φρίκης που τον βάπτισα ναό
άπαξ και διαπαντός
γιατί εγώ είμαι ο Λόγος.
Ακόμα κι αν σβηστεί απ' την πέτρα κάθε σημάδι από ανθρώπου χέρι.

Βάσσες - Bassae 1964 (with Greek subtitles)

Jean-Daniel Pollet





1 σχόλιο:

  1. Το επίθετο ''επικούριος''
    αναφέρεται προπάντων στον Απόλλωνα τον αλεξητήρα
    που προστατεύει τους ανθρώπους από τον λοιμό και τις επιδημίες.

    Η λέξη ''επικούριος'' γράφεται έτσι γιατί δηλώνει εκείνον που παρέχει βοήθεια.
    Όταν ένα επίθετο προέρχεται
    από ένα άλλο επίθετο,
    τότε γράφει το -ι με γιώτα.
    {π.χ. καθαρός--->καθάριος}.

    Το αντίθετο συμβαίνει με την λέξη ''επικούρειος'',
    αυτός δηλ που ανήκει στην φιλοσοφική σχολή του Επίκουρου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author